Κυριακή, Ιουλίου 16, 2006

Στου κασίδη το κεφάλι…

Έχω ένα φίλο που κάθεται και γράφει τις ιστορίες του μόνο όταν μαζευτούν πολυάριθμες στο μυαλό του. Σαν το καζανάκι λειτουργεί το κεφάλι του, με το που αδειάζει ότι έχει μέσα αρχίζει αυτόματα και ξαναγεμίζει, αργά αργά, μέχρι να φτάσει στο μέγιστο όριο όπου και θα σταματήσει. Πιέζει τότε το μοχλό και του βγαίνουν όλα αυτά που έχει συλλέξει, βίαια, σαν να μη μπορεί να τα κρατήσει άλλο και τρέχει να τα εναποθέσει σε σελίδες για να μη σκάσει.

Σε μένα το βίτσιο λειτουργεί αλλιώς. Σκέψεις περνούν και χάνονται, άλλες θα σημειωθούν σε χαρτάκια από δω κι από κει, άλλες θα μείνουν καρφωμένες σε κάποιο σωματικό κύτταρο (μόνο εκεί έχω μνήμες πλέον). Και κάποια στιγμή που τα συναισθήματα είναι έντονα για κάποιο λόγο, θα θρονιαστώ μπροστά στην οθόνη και θα την κοιτάζω απειλητικά μέχρι να λυγίσει κάτω από το βλέμμα μου και να αρχίσει να γεμίζει λέξεις. Και τώρα αυτή ακριβώς τη μέθοδο ακολουθώ.
Το πρόβλημα είναι ότι αν δεν έχεις αρχή, μέση και τέλος, ένα συγκεκριμένο θέμα να θίξεις, δύο (τουλάχιστον) συγκεκριμένα αφτιά να πιπιλήσεις, τότε κρέμεσαι στο κενό έρμαιο της ο8όνης-μούσας και μάλλον καταλήγεις κάπως έτσι….γράφοντας για το γράψιμο.
Ο φίλος μου λέει πως αν δεν έχει βάθος και μήνυμα αυτό που γράφεις, αν δεν έχεις κάτσει στην καρέκλα με σκοπό κάτι συγκεκριμένο να μας πεις, τότε μη μιλάς καθόλου. Κι αν διάβαζε αυτές τις γραμμές θα σκεφτόταν «Τώρα Erehwon μας λες τα αυτονόητα». Εγώ όμως
συνομοτώ με τον Henry Miller και του φωνάζουμε κι οι δυό πως οι καλύτερες θεατρικές παραστάσεις που έχουμε δει είναι αυτές που δεν θυμόμαστε, τα καλύτερα βιβλία αυτά που δεν είχανε συμπέρασμα και οι καλύτεροι άνθρωποι εκείνοι που συναντήσαμε για μία ώρα, μία ημέρα, μια στιγμή και ούτε το ονοματάκι τους δεν πιάσαμε.

Άλλωστε κάπως έτσι δεν είναι κι η ζωή? Ένα κείμενο χωρίς νόημα, ένας αχταρμάς ζωντανής και νεκρής ύλης που σουλατσάρει ακέφαλη, χωρίς κατεύθυνση ή κάποια σειρά. Σαν μέδουσα που πλανιέται απροσδιόριστα όπου τη σπρώχνει το ρεύμα.…καμιά κλιμάκωση ούτε ένα ρεφρέν. Κι αν έπρεπε να την απαθανατίσεις στο χαρτί με σύμβολα κάπως έτσι θα έμοιαζε……ω73,.βνα’.ψςπς0250@%$^*&()πδοι982;8φεδσΠς9ς8Δ*......

Και μη χαμογελάς πονηρά ότι δήθεν κι εγώ εδώ κάπου κατέληξα μέσα από την αοριστία και ένα συμπέρασμα ‘μεγάλο’ έβγαλα για τη ζωή, γιατί αύριο θα σου λέω άλλα…αφού εξαρτώμαι από το κύμα! Σήμερα έτυχε και με ξέβρασε στη Βάρκιζα, αύριο μπορεί να πιάσω νησιά Φίτζι και όλα είναι πιθανά…

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006

ΙΙΙ. Τα Λαγόσκυλα

Ίπταμαι στη μαύρη τρύπα. είναι κάπως τρομακτικά αλλά έχω συνηθίσει πια. προσγειώνομαι ανώμαλα στο έδαφος και φέρνω 2 τούμπες. Αγγίζομαι. εντάξει, δεν έχω σπάσει τίποτα. κάτι είναι και αυτό. Κοιτάζω γύρω μου. Ψηλά δέντρα. Πολύ ψηλά όμως. Είμαι στην καρδιά ενός δάσους. Πρέπει να είναι σούρουπο αν καταλαβαίνω καλά από το φως. Δεν υπάρχει ψυχή. Μόνο μια γλυκιά ηρεμία.

Αρχίζω να περπατάω στο δάσος. Η ησυχία γίνεται σταδιακά ανησυχητική. Νιώθω μοναξιά απίστευτη. Βγάζω τον bizzi από την τσέπη. Τον κρατάω σφιχτά στο χέρι μου. Ξαφνικά μια φωνή σπάει την ησυχία.

-Σιγά θα με σκάσεις!!! όχι τόσο σφιχτά

Ανοίγω την παλάμη μου και κοιτάζω τον bizzi. είναι απίστευτο....ο bizzis μιλάει. Τον κοιτάζω σαστισμένος.

-Έλα, σύνελθε, έχεις χαζέψει graoutso.....Το ξέρω ότι η έκπληξη είναι μεγάλη αλλά πρέπει να οργανωθούμε λίγο. comprende?

-.........Μιλάς και ισπανικά??!!!

-Έλα τώρα Graoutso, μην χάνουμε χρόνο με αυτά. Θα με ρωτήσεις μετά ότι θέλεις. Τώρα προέχει η δοκιμασία.

-Θα με βοηθήσεις bizzi????

-Αν θα σε βοηθήσω λεει!!!!! τσ τσ τσ....φυσικά και θα σε βοηθήσω graoutso. Είμαι αυτός που χρειάζεσαι. Αν έχεις εμένα δεν χρειάζεσαι κανένα άλλο. Ειδικά αυτόν τον ηλίθιο τον frogo που έχεις στην τσέπη. Αυτόν δεν τον χρειάζεσαι καθόλου.

Βγάζω τον frogo από την τσέπη και τον κοιτάζω. Περιμένω λίγο μήπως μιλήσει....Τίποτα, όμως. Μιλιά δεν βγάζει ο frogo.

-Τι? περιμένεις να μιλήσει και ο μαμούχαλος???? καλά τώρα σώθηκες...πρέπει πρώτα να του τρίψεις την κοιλιά για να πάρει μπρος. Δεν είναι σαν και μένα που μιλάω όποτε θέλω. Και μην πολυπιστεύεις την Α που σου είπε ότι ο frogo θα φέρει όποιον του ζητήσεις. Τις περισσότερες φορές κάνει ότι του κατέβει.

-Δεν τον συμπαθείς ε??

-.....Έλα πάμε, δεν θα ασχοληθούμε άλλο με τον ηλίθιο βάτραχο.....Και κράτα με καλά, μην σου πέσω και φαω τα μούτρα μου.

-Προς τα που πάμε bizzi?

-προχώρα στο μονοπάτι. Λίγο πριν το πρώτο εμπόδιο θα σου πω τι θα συναντήσουμε.

-γιατί δεν μου λες τώρα?

-χμ χμ χμ. άντε να σου πω. Το πρώτο εμπόδιο είναι τα λαγόσκυλα.

-τα ποια???

-Λαγόσκυλα, είναι επικίνδυνα αλλά συγχρόνως είναι και ηλίθια. Το τελευταίο θα το εκμεταλλευτούμε. Για να καταλάβεις, τα λαγόσκυλα είναι σκυλιά που κυνηγάνε λαγούς. Πάσχουν από μια περίεργη ψύχωση που τα κάνει να νομίζουν πώς ότι κινείται είναι λαγός και προσπαθούν να το πιάσουν. Είναι πάντα εκτός ελέγχου και άμα μας μυρίσουν θα μας ορμήξουν.

-Λαγόσκυλα εκτός ελέγχου λοιπόν.....Δεν φαίνεται πολύ δύσκολο bizzi.

-Καλά, περίμενε πρώτα να τα συναντήσεις και μετά μου λες αν είναι δύσκολο ή εύκολο.

Λίγα μέτρα πιο κάτω αρχίζουν να ακούγονται θόρυβοι. Πρέπει να είναι τα λαγόσκυλα. Το μονοπάτι γίνεται πιο στενό και σκοτεινό. Βαριανασαίνω αλλά συνεχίζω. Ευτυχώς βγαίνω σε ένα ξέφωτο. Λίγο ακόμα και θα πάθαινα κρίση κλειστοφοβίας. Το ξέφωτο είναι πολύ όμορφο. Με ηρεμεί και το έχω ανάγκη.

Η ηρεμία δεν κρατάει πολύ. ΄Ένα γρύλισμα ακούγεται πίσω μου. Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω ένα λαγόσκυλο. Είναι τεράστιο. Τι διάολο, εγώ ήξερα ότι τα λαγόσκυλα είναι μικρά σκυλιά. αυτό γιατί είναι κοτζάμ γαϊδούρι?? Και πριν προλάβω να τελειώσω τις σκέψεις μου εμφανίζονται και άλλα λαγόσκυλα. Είναι πια αμέτρητα. Βασικά, δεν πρέπει να είναι πάνω από 10 αλλά στα μάτια μου φαίνονται αμέτρητα. Κάνω 2 βήματα προς τα πίσω και αυτά αρχίζουν να κινούνται προς το μέρος μου.

-Bizzi....μήπως έχεις καμία ιδέα????...εκτός από το να αρχίσω να τρέχω????

-χόρεψε....

-τι να χορέψω ?????δεν ξέρω να χορεύω

-χόρεψε, οτιδήποτε, ότι έχεις δει σε Video clip. ότι έχει πάρει το μάτι σου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Πρέπει να τους δώσεις να καταλάβουν ότι δεν είσαι λαγός. Άμα σε δουν να χορεύεις θα το καταλάβουν. Οι λαγοί δεν χορεύουν....

Φαίνεται λογικό αυτό που λεει ο bizzis. Αρχίζω να κουνιέμαι. Κουνάω τα χέρια μου και τα πόδια μου με ατσούμπαλο τρόπο. Χορεύω κάτι που μοιάζει με τσιφτετέλι και ο bizzis χτυπάει παλαμάκια. Τα λαγόσκυλα, μια κοιτάνε εμένα και μια κοιτάζονται μεταξύ τους. Κάτι γαβγίζουν αλλά δεν καταλαβαίνω.

-Bizzi, καταλαβαίνεις τι λένε?

-Ναι,

-Και? τι λένε πες μου. πώς τα πάω???

-Χάλια τα πας graoutso. Χορεύεις άθλια. Μέχρι και η κουτσή γιαγιά μου χορεύει καλύτερα. Αν δεν κάνεις κάτι καλύτερο θα έχουμε πρόβλημα. Είσαι ακόμα λαγός στα μάτια τους, αλλά σου δίνουν λίγο χρόνο ακόμα να τους πείσεις.

Συνεχίζω να χορεύω. Αλλά το αποτέλεσμα είναι ακόμα χειρότερο γιατί έχω αρχίσει να κουράζομαι. Ο Bizzis μου φωνάζει:

-graoutso...τώρα θα ήταν μια καλή στιγμή να αρχίσεις να τρέχεις.

-τι δεν τα πάω καλά???

-τρέχαααα

Παίρνουν φωτιά τα πόδια μου και αρχίζω να τρέχω. Ακούω ποδοβολητά και ουρλιαχτά από πίσω μου. Τα λαγόσκυλα ουρλιάζουν σαν δαιμονισμένα και ολοένα και πλησιάζουν. Είναι πραγματικά εκτός ελέγχου. Είμαι χαμένος από χέρι. Δεν αντέχω να τρέχω άλλο, τα έχω φτύσει πια. Τι τον ήθελα τον χορό πριν!!! με εξάντλησε.

ο bizzis φωνάζει ξαφνικά:

-Στο δέντρο, στο δέντρο graoutso!!! Ανέβα σε εκείνο το δέντρο

Ένα δέντρο υπάρχει όλο κι όλο μπροστά μου. Δίνω ένα σάλτο, αρπάζομαι από ένα κλαδί και αρχίζω να σκαρφαλώνω. Τα λαγόσκυλα μου δαγκώνουν τα παπούτσια και με τραβάνε προς τα κάτω. Εγώ όμως τα καταφέρνω και τους ξεφεύγω. Έχω φτάσει ψηλά πια. Δεν με φτάνουν. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Τη γλίτωσα για την ώρα.

-Μην κάθεσαι graoutso. Δεν την έχεις γλιτώσει ακόμα!!!

πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του ο bizzis νιώθω το δέντρο να τραντάζετε. Τα λαγόσκυλα παίρνουν φόρα όλα μαζί και χτυπιούνται πάνω στο δέντρο. Δεν το βλέπω να κρατάει για πολύ. Σύντομα θα πέσει. Βγάζω από την τσέπη μου τον frogo. Είναι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει τώρα. Δεν έχω ιδέα ποιόν να φωνάξω όμως. Του χαϊδεύω λίγο την κοιλιά...Καμία αντίδραση. Τον χαϊδεύω ξανά. Και τότε ο frogo αρχίζει να κινείται.

-Μη καλέ, γαργαλιέμαι....σταμάτα, σταμάτα

-Frogo!!! βοήθησε με, έχω πρόβλημα!!!!

-Ναι, ναι, μάλιστα, εεεεε, τι να κάνω, τι, τι εεεεε, πες μου τι να κάνω.

-φέρε κάποιον να διώξει τα λαγόσκυλα.

-Ποιόν?????? άμα δεν μου πεις δεν ξέρω ποιόν να φέρω.

-Φέρε την αρκούδα!!!!!!!

-οκ graoutso!!!!!

Τότε ακούγεται ένα κρότος και βγαίνουν καπνοί δίπλα μου. Κουνάω τα χέρια μου να διώξω τον καπνό και αντί για την αρκούδα βλέπω μπροστά μου μια μαϊμού. Η μαϊμού με κοιτάζει για λίγο και με γρήγορες κινήσεις αρχίζει να μου δίνει χαστούκια στο πρόσωπο και να γελάει. Το δέντρο συνεχίζει να τραντάζεται και από στιγμή σε στιγμή είναι έτοιμο να πέσει.

-FROGO!!! πάρε από εδώ τη μαϊμού!!!! δεν σου ζήτησα αυτό!!!!

-Ναι, Ναι, sorry sorry, μπερδεύτηκα.....χμ χμ χμ, περίμενε λίγο.....χμ χμ χμ...

-Έλα frogo , κάνε γρήγορα!!!!!

Ο bizzis με κοιτάζει με ένα βλέμμα απάθειας και μου λεει:

-Εγώ σου το είπα ότι είναι ηλίθιος.

Η μαϊμού συνεχίζει να με χαστουκίζει και εγω προσπαθώ να την απωθήσω ενώ ο frogo χοροπηδάει δεξιά αριστερά και μουρμουρίζει:

-Αρκούδα, αρκούδα, αρκούδα, που θα βρω την αρκούδα, που, που, που, έλα αρκούδα , αρκούδα...αααααααααααααααααα, το βρήκα!!!!

Ένας δεύτερος κρότος ακούγεται, πάλι καπνός, η μαϊμού εξαφανίζεται και η αρκούδα εμφανίζεται δίπλα μου στο κλαδί. Κοιταζόμαστε όλο χαρά με την αρκούδα και εκεί που ανοίγω τα χέρια μου να την αγκαλιάσω ακούγεται ένα κρααααακ. Το κλαδί σπάει και εγώ μένω ψηλά να κοιτάζω την αρκούδα η οποία καθώς πέφτει στο έδαφος με κοιτάζει πια απορημένη

Η αρκούδα προσγειώνεται πάνω στα λαγόσκυλα και πλακώνει 5 από αυτά. Τα υπόλοιπα υποχωρούν σαστισμένα. Η αρκούδα προλαβαίνει και αρπάζει 2 από αυτά και αρχίζει και τα κουνάει πάνω κάτω με δύναμη. Εγώ και ο frogo χειροκροτάμε ενθουσιασμένοι (ο frogo κάνει και κωλοτούμπες) ενώ ο bizzis έχει σταυρώσει τα χέρια του και σφυρίζει αδιάφορα ρίχνοντας απαξιωτικές ματιές προς τα κάτω. Πρόκειται για θρίαμβο. Κατεβαίνω σιγά σιγά από το δέντρο και φτάνω στο έδαφος. Δίπλα μου ένα λαγόσκυλο έχει λουφάξει και με κοιτάζει λυπημένο. Έλα, του λεω, μην στεναχωριέσαι, δεν σου κρατάω κακία. Του χαϊδεύω λίγο το κεφάλι και αυτό ξαπλώνει και μου γυρίζει την κοιλιά του για να τον χαϊδέψω και εκεί. Είμαστε πια φίλοι.

Η αρκούδα σηκώνεται όρθια και μαζεύει όλα τα λαγόσκυλα σε μια γωνία και αρχίζει να τους μιλάει. Τα λαγόσκυλα δεν είναι πια εκτός ελέγχου. Με πλησιάζουν και αρχίζουν να με γλύφουν. Είναι τόσο ενθουσιασμένα που έχουν πέσει όλα μαζί επάνω μου. Γαργαλιέμαι για πρώτη φορά στη ζωή μου και βάζω τα γέλια.

Άλλος ένας κρότος ακούγεται. Γυρνάω το κεφάλι μου και δεν βλέπω την αρκούδα πουθενά. Ο frogo πηδάει στον ώμο μου και μου ψιθυρίζει:

-Ο frogo κουράστηκε, πρέπει να κοιμηθεί λιγάκι.......

-Κοιμήσου frogo....ξεκουράσου ..μια χαρά τα πήγες τελικά

Πριν τελειώσω τη φράση μου ο frogo έχει κοιμηθεί και τον βάζω απαλά στην τσέπη μου. Τη σιωπή σπάει ο bizzis που κουνώντας το κεφάλι του λεει:

-Ναι, ναι, κοιμήσου μαμούχαλε, λίγο ακόμα και θα μας τρώγανε....φτηνά τη γλιτώσαμε. Τέλωσπάντων, πρέπει να προχωρήσουμε graoutso. Μην χάνουμε χρόνο.

-Ναι Bizzi, πάμε.........

ΙΙ. Ο Ιούλιος, ο Graoutso και η Κουτάλα

Η πόρτα έχει ανοίξει και η μορφή στέκεται ακίνητη στο κατώφλι. Από το σπίτι βγαίνει έντονο φως που δεν μου επιτρέπει να δω καθαρά το πρόσωπο που στέκεται στην πόρτα. Καθώς πλησιάζω όμως όλα γίνονται πιο ξεκάθαρα. Έχω φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την πόρτα. Μπροστά μου στέκεται ένας γέρος. Φοράει παντελόνια κουρέλια και ένα καρό πουκάμισο. Στο κεφάλι του στέκεται στραβά ένα ξεφτισμένο καπέλο και από το στόμα του εξέχει ένα πουράκι. Έχει γένια στο πρόσωπο και ένα φουντωτό μουστάκι.

Η εικόνα του με ηρεμεί. Περίμενα να δω κάτι πιο τρομακτικό αντί για αυτόν τον εξαθλιωμένο γεράκο. Με επεξεργάζεται και αυτός με τον ίδιο ζήλο και περιέργεια που τον κοιτάζω και εγώ. 2 λεπτά αργότερα σπάει τη σιωπή του:

-ώστε εσύ είσαι λοιπόν..

-εγώ

-.....άργησες

-λες ε?

-ναι, οι γκρι έχουν έρθει τόση ώρα! Που διάολο ήσουνα!!!! Δεν κάνει να τους αφήνουμε να περιμένουν. Δεν τους αρέσει.....άντε πέρνα μέσα.

Δεν λεω άλλη κουβέντα και μπαίνω μέσα στο σπίτι. Περνάω ένα μικρό διαδρομάκι και βγαίνω σε ένα μικρό καθιστικό. Είναι αυτό που χάζευα από το παράθυρο. Μόνο που οι γκρι ρασοφόροι δεν κάθονται πια στις πολυθρόνες. Κανείς δεν υπάρχει στο δωμάτιο. Γυρνάω και κοιτάζω το γέρο που με ακολουθεί.

-άντε κάτσε στην πολυθρόνα να τελειώνουμε.

-σε πια από τις δυό???

-σε όποια να’ναι. Δεν έχει σημασία.

Κάθομαι στην αριστερή και αυτός κάθεται στην δεξιά. Με κοιτάζει με ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο και μου λεει: «φύγαμε»

Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του νιώθω ένα βάρος να με τραβάει με ορμή προς τα κάτω. Η πολυθρόνα αρχίζει να πέφτει με μεγάλη ταχύτητα. Κρατάω σφιχτά τα μπράτσα της. Η ταχύτητα είναι πολύ μεγάλη. Ζαλίζομαι λίγο. Ανακατεύομαι. Τριγύρω σκοτάδι. Αλήθεια σου λεω φοβάμαι. Άσε που ποτέ δεν μου αρέσανε τα luna park και αυτό μοιάζει πάρα πολύ με luna park.

Ευτυχώς σταμάτησε. Το μόνο πράμα που βλέπω μπροστά μου είναι ένας διάδρομος και μια πόρτα στο βάθος. Σηκώνομαι και προχωράω προς την πόρτα. Την ανοίγω αποφασιστικά και βρίσκομαι σε μια τεράστια σάλα που είναι γεμάτη κόσμο. Νιώθω σχεδόν όλα τα βλέμματα της σάλας επάνω μου. Κάτι τέτοιες στιγμές εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Αλλά αυτό έχει συμβεί ήδη οπότε η επόμενη ευχή μου είναι να γίνω αόρατος. Δυστυχώς όμως δεν πιάνει. Προχωράω προς το κέντρο της σάλας. Η μόνη ελεύθερη θέση βρίσκεται εκεί. Εκτός από ελεύθερη όμως είναι και η μόνη που βρίσκεται στη μέση της σάλας. Βάζω το κεφάλι κάτω και περπατάω διστακτικά. Φτάνω και κάθομαι.

Ρίχνω κλεφτές ματιές στον κόσμο γύρω μου. Φοράνε όλοι ράσα με διάφορα χρώματα και κάθονται κυκλικά γύρω από τον graoutso. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας κατάμαυρος άντρας μπροστά μου. Είναι πανύψηλος και γεροδεμένος. Τον κοιτάζω με δέος.

-δεν έχουμε πολύ χρόνο..άργησες

-ναι, ναι, συγνώμη.

-χμ χ μ χμ χμ..........ώστε εσένα διαλέξανε

-απ’ότι βλέπετε...εμένα (σχεδόν επαναλαμβάνω ότι λεει)

-λίγος μου φαίνεσαι.......

-μάλλον, ξεγελιέσαι (έχω θράσος το ξέρω)

-ξέρεις τι πρέπει να κάνεις???

-εεεε, θα ήταν καλύτερα να το άκουγα και από εσένα

Ο κατάμαυρος άνδρας σταματάει να μιλάει για λίγο να μιλάει και με περιεργάζεται προσεκτικά. Εγώ φοράω την πιο αποφασιστική φάτσα που μπορώ και κοιτάζω μπροστά. Αφού με έχει χορτάσει και με έχει χωνέψει αρχίζει να μιλάει

- κάθε χρόνο τέτοια εποχή κάνουμε τη γνωστή δοκιμασία. Ένας άνθρωπος επιλέγεται, εκπαιδεύεται και συμμετέχει σε αυτήν. Δεν είναι καθόλου εύκολη η δοκιμασία. Πρέπει να ξεπεράσει διάφορα εμπόδια. Ίσως τα δυσκολότερα εμπόδια που μπορεί να συναντήσει ποτέ άνθρωπος.....για αυτό και η εκπαίδευση σου ήταν σκληρή.

Σε αυτό το σημείο έχω καταλάβει ότι είμαι ο λάθος άνθρωπος που βρέθηκε τη λάθος στιγμή στο λάθος σημείο. Πρόκειται για μια τεράστια γκάφα. Εγώ η μόνη εκπαίδευση που έχω κάνει είναι με βιβλία στο πανεπιστήμιο. Και τώρα που το καλοσκέφτομαι δεν νομίζω ότι η δοκιμασία που αναφέρεται αυτός ο τύπος έχει κάποια σχέση με διαγώνισμα ή εξετάσεις. Παρόλα αυτά δεν μιλάω γιατί με καιει η περιέργεια να μάθω για τι πράγμα μιλάει. Και αυτός συνεχίζει να μιλάει

-Η δοκιμασία θα τελειώσει με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να βρεις αυτό που ψάχνεις και ο άλλος είναι ......να χαθείς ψάχνοντας. Αλλά αυτό θα το ξέρεις ήδη.

-ναι, ναι φυσικά. Αυτό το ξέρω

- αυτό που πρέπει να βρεις είναι η μαγική κουτάλα. Η δύναμη της είναι τεράστια. Όποιος την κρατάει εξουσιάζει τα πάντα. Μπορεί να μαγειρέψει ότι θέλει. Να φέρει τα πράγματα στα μέτρα του και να ορίσει τις τύχες όλων μας. Άμα δεν την βρούμε εμείς πρώτοι.......τότε ο κόσμος όλος έχει πρόβλημα

Οκ, πρέπει τώρα να σου πω ότι εγώ δεν γεννήθηκα για τόσο μεγάλα πράγματα. Μαγικές κουτάλες και τύχη του κόσμου είναι πράγματα πολύ βαριά για μένα. Εγώ μέχρι τον φάρο πήγα με τους τρεις κοντούς και αυτό με ζόρισε πολύ. Άντε και στο τσίρκο που έμαθα να πετάω. Ζόρικα τα πράγματα τώρα. Ελπίζω τουλάχιστον αυτοί εδώ γύρω μου να είναι οι καλοί και να μην έχω βρεθεί με τους κακούς. Όπως και να έχει νομίζω ότι ήρθε η ώρα να λύσω την παρεξήγηση.

-ξέρετε....νομίζω ότι έχει γίνει κάποιο μπέρδεμα. Μάλλον δεν είμαι αυτός που περιμένατε.

-δεν το πιστεύω αυτό που ακούω!!!!! Δειλιάζεις τελευταία στιγμή???????

-όχι, όχι, δεν δειλιάζω απλά προσπαθώ να σου εξηγήσω ότι εγώ κατά λάθος βρέθηκα εδώ. Άλλος έπρεπε να κάθεται στη θέση αυτή!!!!!

-τι εννοείς??

-να, εγώ απλώς......απλώς.....κοίτα, δεν έχω εκπαιδευτεί για κάτι και δεν έχω ιδέα για τί πράγμα μιλάς. Άσε που δεν καταλαβαίνω γιατί φοράτε όλοι σας ράσα??? Είστε παπάδες μήπως? Κάποια οργάνωση?? Τι διάολο είστε??? Και γιατί βρισκόμαστε τόσα μέτρα κάτω από τη γη???

Ο κατάμαυρος άντρας με κοιτάζει πια έκπληκτος. Έχει καταλάβει ότι του λεω αλήθεια. Από τριγύρω ακούγονται φωνές ανήσυχες. Στην σάλα επικρατεί πια αναστάτωση. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου..από στιγμή σε στιγμή θα έχω πρόβλημα.

-Ησυχία!!!!!!.......μα ποιος είσαι εσύ????

-α, ναι, ξέχασα να σας συστηθώ. Εγώ είμαι ο graoutso, ο άνθρωπος βολίδα. (και συγχρόνως σκάω ένα ακαταμάχητο χαμόγελο επιτυχίας)

Ο κατάμαυρος άντρας στο άκουσμα του ονόματος μου σωριάζεται σε μια καρέκλα και πιάνει το κεφάλι του με απελπισία. Στη σάλα πια δεν ακούγεται κιχ. Όλοι κρέμονται από το στόμα του. Αυτός κοιτάζει λίγο το ταβάνι και ύστερα εμένα. Ξανασηκώνεται και με πλησιάζει.

-Είμαι ο Ιούλιος....καλώς ήρθες graoutso

-καλώς σας βρήκα Ιούλιε

-Graoutso εδώ που φτάσαμε δεν έχουμε άλλη επιλογή. Ο χρόνος μας πιέζει. Θα πρέπει να στείλουμε εσένα.....αν φυσικά το θέλεις και εσύ. Ήδη σου είπα κάποια πράγματα. Τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψεις στην πορεία. Τι λες??

-Ιούλιε.....αφού έφτασα μέχρι εδώ λεω να δοκιμάσω. Αλλά δεν σου υπόσχομαι πολλά.

-η αλήθεια είναι ότι χωρίς την εκπαίδευση τα πράγματα θα είναι δύσκολα για σένα.....αλλά η ύπαρξη σου και μόνο μας δίνει ελπίδα. Θα έχουμε να προσβλέπουμε σε κάτι. Δεν έχω να σου πω κάτι άλλο. Τα υπόλοιπα θα σου τα πουν οι γκρι που θα σε συνοδέψουν. Καλή τύχη στο ταξίδι σου.

-Ευχαριστώ Ιούλιε....ελπίζω να μην σε απογοητεύσω....ελπίζω

Συνήθως σε αυτό το σημείο είναι που σηκώνονται όλοι και χειροκροτάνε αλλά κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Μόνο οι γκρι ήρθανε δίπλα μου και μου κάνανε ένα νεύμα για να ξεκινήσουμε. Καθώς διέσχιζα τη σάλα ένιωθα τα βλέμματα τους να με κοιτάνε σκεπτικά. Εγώ όμως τους μοίραζα χαμόγελα και τους χαιρετούσα κουνώντας το κεφάλι μου δεξιά αριστερά, και πάνω κάτω ώσπου στο τέλος πιάστηκα και σταμάτησα.

Οι γκρι δεν βγάζανε άχνα. Απλά περπατούσανε δίπλα μου αμίλητοι και ανέκφραστοι. Είχαμε πια απομακρυνθεί από τη σάλα και περπατούσαμε σε κάτι έρημους διαδρόμους. Ύστερα από λίγο φτάνουμε σε ένα δωμάτιο που στο κέντρο του έχει μια τεράστια μαύρη τρύπα. Εκεί σταματήσαμε να περπατάμε και σταθήκαμε από πάνω της. Τότε οι γκρι άρχισαν να μιλάνε. Μιλούσανε ταυτόχρονα και λέγανε ακριβώς τα ίδια πράγματα.

-Graoutso, πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είσαι ούτε ο Harry Potter, ούτε ο Frodo. Οι περιπέτειες τους είναι αστείες μπροστά σε αυτά που θα αντικρίσεις εσύ. Θα πρέπει να προσπαθήσεις πολύ. Από εδώ και στο εξής θα είσαι μόνος σου. Εμείς δεν θα προχωρήσουμε άλλο. Σε λίγο θα πρέπει να πηδήξεις σε αυτή τη μαύρη τρύπα που βλέπεις στο πάτωμα. Και τότε θα ξεκινήσει η δοκιμασία.

-πως θα ξέρω τι να κάνω?

-το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να προσπερνάς τα εμπόδια και να φτάσεις στην μαγική κουτάλα.

-και πως θα ξέρω προς τα που θα πάω?? δεν με βοηθάτε καθόλου...πείτε μου κάτι χρήσιμο!!!!!

-......απλώς, βρες την κουτάλα...

το έχω πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να μου πουν κάτι ουσιαστικό και τους γυρνάω την πλάτη. Στέκομαι πάνω από την μαύρη τρύπα. Δεν έχω καμία όρεξη να πηδήξω εκεί μέσα. Αλλά το ξέρουμε και οι δύο ότι θα το κάνω. Λυγίζω τα γόνατα και πηδάω........

Ι. Οι Ρασοφόροι

Έχω οδηγήσει πάρα πολλές ώρες. Νιώθω την κούραση να με καταβάλλει. Της έχω υποσχεθεί όμως ότι θα πάω και έτσι συνεχίζω. Λίγο ακόμα έχει μείνει. Σε λίγο φτάνω. Έξω φυσάει και ψιχαλίζει. Έχει βραδιάσει και στο δρόμο δεν υπάρχει ψυχή. Φτάνω σε ένα μικρό παρκάκι με τεράστια δέντρα. Όπως στρίβει το αμάξι φωτίζει 2 μορφές που περπατάνε στα σκοτάδια.

Είναι 2 ψηλές, γεμάτες φιγούρες που φοράνε και οι δυο τα ίδια ρούχα. Στην αρχή νομίζω ότι φοράνε καμπαρτίνες και παραξενεύομαι που καλοκαιριάτικα άνθρωποι κυκλοφορούν με καμπαρτίνες. Αμέσως σκέφτομαι τίτλο: Οι τύποι με τις καμπαρτίνες. Όταν πλησιάσω όμως θα διαπιστώσω ότι δεν φοράνε καμπαρτίνες.

Ράσα φοράνε και μάλιστα γκρι ράσα. Τα κεφάλια τους μόλις που διαγράφονται κάτω από τις κουκούλες. Κρατάνε και οι 2 στο δεξί τους χέρι ένα μπαστούνι και προχωράνε. Οι μορφές τους μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από φωτογραφίες του Βresson.

Στη θέα τους παγώνω. Έρχονται στο μυαλό μου οι τρεις κοντοί. Δεν ξέρω πως να αντιδράσω. Να τους αφήσω να φύγουν και να πάω και εγώ στο ραντεβού μου ή μήπως να βουτήξω στα άδυτα της περιέργειας μου?

Θα τους αφήσω να φύγουν τελικά. Δεν θέλω περιπέτεια για σήμερα. Είμαι κουρασμένος. Τους προσπερνάω με το αυτοκίνητο και ύστερα από λίγο φτάνω στον προορισμό μου. Η Α με περιμένει στην πόρτα και με αγκαλιάζει. Καθόμαστε στο μπαλκόνι και χαζεύουμε τη βροχή χωρίς να πολυμιλάμε. Δεν χρειάζεται να πούμε και πολλά. Τα βλέμματα μας είναι αρκετά. Καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο με μια ματιά. Η ώρα περνάει και εμείς απλά καθόμαστε.

Το απέναντι σπιτάκι σήμερα έχει φως. Είναι ένα παρατημένο παλιό εξοχικό του 50’. Οι ιδιοκτήτες του προφανώς έχουν πεθάνει και τα παιδιά τους μην μπορώντας να συμφωνήσουν μεταξύ τους το έχουν παρατήσει στην μοίρα του. Και αυτό το σπιτάκι που τους χάρισε τόσα καλοκαίρια και τόσες όμορφες στιγμές καταρρέει με το πέρασμα του χρόνου.

Τα ερειπωμένα σπίτια μου βγάζουν μια γοητεία. Πάντα τα θεωρούσα γοητευτικά και μυστηριώδη. Όποτε αντικρίζω τέτοια σπίτια κάθομαι και σκαρώνω ιστορίες για αυτούς που κάποτε ζήσανε εκεί μέσα. Άμα παρατηρήσεις καλά αυτά τα ετοιμόρροπα σπίτια θα βρεις σίγουρα στοιχεία που θα σε βοηθήσουν να σχηματίσεις εικόνες των παλιών τους κατοίκων. Και καθώς έχω βυθιστεί στις σκέψεις μου και το παρατηρώ, εμφανίζονται οι δυο ρασοφόροι.

Το ξέρω είναι σκανδαλώδες αλλά κοίτα που τελικά συναντιόμαστε ξανά. Νομίζω ότι τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο. Και σαν να μην φτάνει που βρέθηκαν ξανά μπροστά μου, ανοίγουν την ξεχαρβαλωμένη πόρτα του απέναντι σπιτιού και μπαίνουν με βιαστικές κινήσεις μέσα. Εντάξει περιττό να σου πω ότι έχω ηλεκτριστεί. Η Α με κοιτάζει και χαμογελάει.

-σε τρωει η περιέργεια graoutso?????

-αφού με ξέρεις.......

-άντε μην κάθεσαι, πήγαινε να δεις τι σκαρώνουν αυτοί.

-ξέρεις...φοβάμαι λίγο, είναι και αυτά τα περίεργα ράσα που φοράνε...είναι λίγο τρομαχτικοί. Δεν έρχεσαι μαζί μου????

-χα χα χα, όχι καλέ μου, αφού πάντα μόνος σου πας σε αυτά. Δεν μπορώ να έρθω εγώ. Άσε που είμαι και κουρασμένη

-δηλαδή θα πάω μόνος μου?

-ναι άνθρωπε βολίδα....μόνος σου θα πας

-καλά..........

όπως κλείνει η πόρτα της Α πίσω μου, νιώθω ένα βάρος στο στήθος. Σκέφτομαι πολύ σοβαρά να γυρίσω σπίτι. Σκατά δεν μπορώ να αντισταθώ. Αφού το ξέρουμε και οι δύο ότι θα πάω. Τι σε κουράζω τσάμπα.

Ανοίγω την ρημαγμένη πόρτα και προχωράω στον κήπο. Πλησιάζω προς το σπίτι και κατευθύνομαι προς το παράθυρο. Το έχω δει στις ταινίες που το κάνουν. Αντί να χτυπήσεις την πόρτα, είναι καλύτερα να ρίξεις μια ματιά από το παράθυρο πρώτα.

Βλέπω τους ρασοφόρους να κάθονται σε δυο πολυθρόνες. Έχουν βγάλει τις κουκούλες και βλέπω πια καθαρά τα πρόσωπα τους. Είναι και οι δύο μουσάτοι με πλούσια μαλλιά. Πρέπει να είναι γύρω στα 45. είναι σχεδόν πανομοιότυποι. Σκέφτομαι ότι είναι καλό που έχουνε μούσια γιατί και εγώ έχω μούσια και ξέρεις είναι πολύ σημαντικό να έχεις κοινά σημεία με ανθρώπους που γνωρίζεις πρώτη φορά. Βοηθάει να σε συμπαθήσουν. Σκέφτομαι και άλλα διάφορα, εξίσου γελοία. Πρέπει κάπως να μετριάσω το φόβο μου.

Οι 2 ρασοφόροι μιλάνε με κάποιον που δεν φαίνεται. Με τρωει η περιέργεια να δω πως είναι αυτός αλλά δεν τα καταφέρνω. Όπως και να κάτσω δεν μπορώ να δω τον 3ο της παρέας. Ξαφνικά νιώθω ένα χέρι να με αγγίζει στον ώμο. Παγώνω. Δεν τολμάω να κοιτάξω. Απλά κοιτάζω στο έδαφος και προσπαθώ να σκεφτώ. Το χέρι αρχίζει να με σφίγγει και σχεδόν πονάω. Γυρνάω σιγά σιγά και αντικρίζω ένα πανύψηλο ρασοφόρο. Φοράει μια κουκούλα και το πρόσωπο του δεν φαίνεται. Μόνο σκοτάδι βλέπεις στο βάθος της κουκούλας. Το χέρι του είναι κρύο και τα ράσα του είναι μαύρα.

Το παγωμένο χέρι συνεχίζει να με πιέζει και βγάζω μια μικρή κραυγή πόνου. Κλείνω τα μάτια και ακούω ένα δυνατό θόρυβο. Όπως τα ανοίγω βλέπω το ρασοφόρο να πέφτει πάνω μου. Βρίσκομαι στο έδαφος με το ρασοφόρο να με έχει πλακώσει και είμαι ανήμπορος να κουνηθώ. Ούτε αυτός κουνιέται. Τι στο διάολο γίνεται??? Κουνάω λίγο το κεφάλι μου και ξαφνικά βλέπω από πάνω μου την Α.

- πάρτον από πάνω μου σε παρακαλώ. Κοντεύω να σκάσω!!!! Είναι θεόβαρος.

-περίμενε graoutso. Ξέρεις δεν είναι εύκολο

Ο ρασοφόρος αρχίζει να κουνιέται και η Α με το που το καταλαβαίνει αρχίζει να το χτυπάει με τη σαγιονάρα της στο κεφάλι. Ο ρασοφόρος δείχνει να ενοχλείται και προσπαθεί με το ένα χέρι του να πιάσει τη σαγιονάρα και με το άλλο μου πιέζει το πρόσωπο. Η κατάσταση είναι πολύ ενοχλητική και φωνάζω στην Α

-για όνομα του θεού, βρες κάτι πιο βαρύ!!!!! Με τι τον χτύπησες πριν?

-με ένα ξύλο αλλά δεν το βρίσκω τώρα !!!!το πέταξα

-καβάλησέ τον και τράβα του το κεφάλι προς τα πίσω μέχρι να κάνει κρακ.

Στο σημείο αυτό ο ρασοφόρος γυρνάει και με κοιτάει γουρλώνοντας τα μαύρα του μάτια και η Α βρίσκει ευκαιρία να πηδήξει πάνω του. Του τραβάει το κεφάλι αλλά δεν γίνεται τίποτα. Ο ρασοφόρος δεν κουνιέται.

-πιο δυνατά , πιο δυνατά!!!!

-προσπαθώ graoutso αλλά δεν τα καταφέρνω..

-τράβα του τα μαλλιά!!!!!!

Ευτυχώς η Α υπακούει και ο ρασοφόρος αρχίζει να μουγκρίζει. Η Α τραβάει με δύναμη και αυτός σιγά σιγά σηκώνεται προς τα πίσω και με απελευθερώνει σταδιακά.

Έχω σχεδόν απεγκλωβιστεί και τότε η Α αφήνει απότομα τα μαλλιά του ρασοφόρου ο οποίος σκαει με δύναμη στο έδαφος και σταματάει επιτέλους να κινείται.

Κοιταζόμαστε με την Α ανακουφισμένοι.

-φοβήθηκες graoutso?

-ε, λιγάκι....τι λιγάκι δηλαδή.......πολύ φοβήθηκα

-έλα δεν πειράζει. Μια χαρά τα πήγες.

-τέλωσπάντων....πάμε να φύγουμε?

-τι? Δεν θα συνεχίσεις??

-μα τι λες!!!!!! Νομίζω ότι τα πράγματα έχουν αγριέψει λίγο. Που να παω μετά από αυτό!!!! άσε που από στιγμή σε στιγμή θα συνέλθει αυτός εκεί και δεν νομίζω να χαρεί ιδιαίτερα αν μας βρει εδώ.

-έλα graoutso, αυτή είναι η μεγαλύτερη περιπέτεια σου. Μην τα παρατάς τόσο εύκολα. Είναι δύσκολα αλλά θα είναι μαγικά!!!!

-δεν ξέρω.....

-δεν θα είσαι μόνος σου....θα έχεις και βοήθεια.

-θα έρθεις μαζί μου????????????

-όχι εγώ.....αυτοί...

Με μια κίνηση βγάζει από την τσέπη της δυο αντικείμενα. Το ένα το ξέρω καλά. Είναι ο Bizzis. Η μασκότ μου. Το άλλο δεν το έχω ξαναδεί. Είναι ένα μικρό ξύλινο βατραχάκι.

-Αυτός εδώ είναι ο Frogo….όποτε κινδυνεύεις θα του τρίβεις την κοιλιά και θα του ζητάς βοήθεια. Θα σκέφτεσαι ποιος θα μπορούσε να σε βοηθήσει και θα το λες στον frogo και αυτός θα τον φωνάζει. Καλή τύχη graoutso……

Χαζεύω την Α όπως απομακρύνεται και κρατάω σφιχτά στα χέρια μου τον bizzy και τον frogo. Πίσω μου ακούω μια πόρτα να ανοίγει και μια μορφή ξεπροβάλει στο κατώφλι. παίρνω μια βαθιά ανάσα και αρχίζω να περπατάω προς την πόρτα.......

Κυριακή, Ιουλίου 02, 2006

Crazy Berny's Weekend


Παρασκευή απόγευμα και κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Δουλειά δεν έχουμε και απλά περιμένω να περάσει η ώρα για να φύγω. Με χωρίζουν 506 χιλιόμετρα από τον προορισμό μου. Κατά τις 6 μου λένε φύγε. Δεν περπατάω...πετάω.

Τράπεζα, βενζινάδικο και έφυγα. Έξω βράζει ο τόπος. 39 βαθμούς δείχνει το θερμόμετρο. Είμαι τόσο χαρούμενος που φεύγω από το καμίνι της Αθήνας. Βγαίνω Αττική Οδό ανοίγω τα παράθυρα, και τη μουσική και φοράω το πιο τεράστιο χαμόγελο που υπάρχει. 2 χιλιόμετρα πιο κάτω θα ξανακλείσω τα παράθυρα, θα χαμηλώσω τη μουσική και βγάλω το χαμόγελο. Η μικρή λεπτομέρεια που μου ξέφυγε είναι ότι δεν είμαι ο μόνος που φεύγει από την Αθήνα. Φεύγουν και άλλοι.....πολλοί. καμιά ώρα αργότερα με την ψυχολογία σμπαράλια από την κίνηση καταφέρνω να βγω από την Αθήνα.

Ξέχασα να σου πω ότι εδώ και ένα χρόνο έχει χαλάσει το cd στο αμάξι και ακόμα δεν το έχω φτιάξει. 4 ώρες local σταθμούς. Είμαι έτοιμος για όλα. Πιο πολύ μου αρέσουν οι ντόπιες διαφημίσεις. Δεν θα σου πω καμία που άκουσα και ας ήταν αστείες. Να κάνεις και εσύ τη διαδρομή χωρίς cd για να τις ακούσεις. Να δεις τη γλύκα. Όλα τα άκουσα σε 4 ώρες. House του 90, 80’s, σκυλάδικα, σκυλοπόπ, κλαρίνα και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Πλάκα είχε.

Περνώντας το θεσσαλικό κάμπο πέφτει ο ήλιος και τα χρώματα ανακατεύονται μεταξύ τους και με κάνουν να τα χαζεύω. Ωραίος ο κάμπος το σούρουπο. Λίγο αργότερα αρχίζουν αστραπές και βροντές. Ο ουρανός σχίζεται στη μέση από αστραπές και αρχίζει να βρέχει. Ωραία σκέφτομαι, ξεκίνησε ο εβραίος να πάει στο παζάρι ημέρα Σάββατο......παρόλα αυτά το διασκεδάζω και συνεχίζω. Ούτως ή άλλως αυτή δεν είναι μια απλή εκδρομή. Ανεβαίνω αποκλειστικά για να δω τον κωλόγερο που έχει επιστρέψει Θεσσαλονίκη και με περιμένει. Όπως κατάλαβες θα έχουμε συναπάντημα κωλώγερων μιας και εγώ δεν πάω πίσω. Μια από τα ίδια είμαι. Κωλόγερος με τη βούλα.

Λίγο μετά τις 11 μπαίνω Θεσσαλονίκη, αρπάζω τον κωλόγερο από το σπίτι και πάμε για ψυχαναγκαστικό-ηρωικό ποτό. Φυσικά δεν θα αντέξουμε πολύ και σύντομα θα αποχωρήσουμε. Η πόλη είναι άδεια. Μάλλον έχουν πάει όλοι Χαλκιδική. Καλύτερα όμως γιατί δεν είχα όρεξη για βαβούρα.

Το Σάββατο οι παραλίες μας περιμένουν. Ο κωλόγερος μου λεει ότι θα πάμε σε μια που δεν έχει κόσμο και εγώ σκέφτομαι αν το γύρισε ξαφνικά και θέλει να με ξεμοναχιάσει. Κωλόγερος και gay θα ήταν too much. Μην σου λεω τώρα που ακριβώς πήγαμε. Όπου και να πήγαμε ωραία ήταν.

Η γκρίνια πάει σύννεφο. Γκρινιάζει ο κωλόγερος γκρινιάζει και ο graoutso. Αν υπήρχε και 3ος μαζί μας θα είχε φρίξει. Ακόμα θα έτρεχε. Αλλά εμείς το διασκεδάζουμε. Στην παραλία έχει κόσμο τελικά αλλά είναι μια χαρά. Στρατοπεδεύουμε και χυνόμαστε στην άμμο. Τριγύρω παιδάκια και οικογένειες κυριαρχούν στο χώρο. Αθάνατη ελληνική οικογένεια λεει ο κωλόγερος και δεν έχει καθόλου άδικο. Τόσες δεκαετίες evolution και η ελληνική οικογένεια παραμένει ίδια και απαράλλαχτη όταν βρεθεί στην παραλία. Ομπρέλες, καρεκλάκια, στρώματα, κουβαδάκια, μπρατσάκια, φαγητά και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Οι μαμάδες σε μια κατάσταση υστερίας φωνάζουν στα πιτσιρίκια να βγουν από την θάλασσα αλλά αυτά τις γράφουν. Και εκεί είναι που η υστερία γυρνάει στους μπαμπάδες που κάθονται με απάθεια και λιάζονται. Και εκεί που οι γονείς αρχίζουν να τσακώνονται μεταξύ τους, εγώ χαζεύω τα παιδάκια στη θάλασσα που όσο πάνε και απομακρύνονται με τα στρώματα τους προς την άλλη άκρη της παραλίας. Σηκώνω το χέρι και τα χαιρετάω όπως τα παρασύρει ο αέρας. Οι γονείς σταματάνε να τσακώνονται και κοιτάζουν να δουν ποιον χαιρετάω στη θάλασσα. Έντρομοι βλέπουν τα αγγελούδια τους να απομακρύνονται. Τότε είναι που οι μανάδες ουρλιάζουν ακόμα πιο υστερικά και οι μπαμπάδες αναλαμβάνουν ρόλο Baywatch. Τύφλα να έχει ο Mich Bukanan. Τα περιττά κιλά και οι μεγάλες κοιλιές δυσχεραίνουν το έργο της διάσωσης αλλά δεν έχει σημασία γιατί τα παιδάκια ύστερα από λίγο θα βγουν από μόνα τους στην ακτή. Όπως κατάλαβες τσάμπα φασαρία έγινε αλλά τι να πεις... ο κωλόγερος χειροκροτάει ενθουσιασμένος για την επιτυχή έκβαση και οι μπαμπάδες βγαίνουν από τη θάλασσα κοντεύοντας να πάθουν καρδιακό επεισόδιο από το υπερβολικό κολύμπι. Τέλος καλό όλα καλά.

Το βράδυ μας βρίσκει κομματιασμένους στη Θεσσαλονίκη να προσπαθούμε να συνέλθουμε από την κούραση και να βγούμε για ποτά. Έχουμε υποσχεθεί στους εαυτούς μας κραιπάλες. Παίρνουμε ταξί γιατί δεν αντέχω να οδηγήσω άλλο. Ο ταξιτζής είναι μορφή. 19 στα 20 αδύνατος, φοράει γυαλία και έχει μακρύ ίσιο μαλλί και μούσι. Είναι η 2η φορά που οδηγεί το ταξί και δεν έχει ιδέα από δρόμους. Εγώ κάθομαι πίσω με την Κ και με έχει πιάσει νευρικό γέλιο. Στρίβει παντού λάθος, πετάει επικές ατάκες, βάζει όπισθεν σε κεντρικούς δρόμους, κάνει άσκοπες μανούβρες και μας ρωτάει συνέχεια πως να βγει στο κέντρο. Σκέφτομαι ότι αν είχα πάρει μόνος μου το ταξί έτσι άσχετος που είμαι με τους δρόμους εκεί πάνω αντί για κέντρο Θεσσαλονίκης θα είχαμε φτάσει στην Κατερίνη.

Αλήθεια σου λεω, γέλασα με την καρδιά μου με τον rooky ταξιτζή. Στο τέλος αντί για 3.10 ευρω μας πήρε μόνο 3 επειδή λεει τη μισή δουλειά την κάναμε εμείς. Ο κωλόγερος για να τον εμψυχώσει του λεει ότι τα πήγε μια χαρά και ότι δεν πρέπει να το βάλει κάτω. Δεν πρέπει να τα παρατήσει. Δεν θα μάθουμε ποτέ άμα τα παράτησε αλλά σίγουρα ο κωλόγερος πρέπει να αποτέλεσε μορφή έμπνευσης για το νεαρό επίδοξο ταξιτζή.

Η πόλη είναι νεκρή. Κυκλοφορούν μόνο γυναίκες στους δρόμους μιας και οι άντρες βλέπουν την Βραζιλία στο μουντιάλ. Μετά από λίγο θα σκεφτούμε αντρικά, θα μας πιάσουν οι τύψεις και θα αναζητήσουμε τηλεόραση για να δούμε και εμείς το 2ο ημίχρονο. Όπως χαζεύουμε το παιχνίδι συνειδητοποιούμε ότι δεν υποστηρίζουμε κανένα, θα αρχίσουμε να βαριόμαστε και θα παρακαλάμε να μην παει παράταση γιατί αυτό θα μας κρατούσε εκεί για τουλάχιστον 30 λεπτά ακόμα. Και ξέρεις είμαστε ψυχαναγκαστικοί εμείς και δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε. Θα έπρεπε να το δούμε όλο. Ευτυχώς δεν είχε παράταση και φεύγουμε τρέχοντας για τα διπλανά μπαρ.

Κόσμος πάει και έρχεται τριγύρω, γνωστοί, φίλοι, άγνωστοι. Η Ν. στη μουσική παίζει παπάδες και εμείς πέφτουμε με τα μούτρα στο αλκοόλ. Η γκαρσόνα έρχεται κάθε τρεις και λίγο και μας χαμογελάει συνέχεια. Ο κωλόγερος είναι ενθουσιασμένος μαζί της και εγώ παρόλη την κούρασή μου της χαρίζω ηλίθια χαμόγελα που είναι αποτέλεσμα της κούρασης και των ποτών.

Δεν έχω ιδέα τι λέγαμε με τον κωλόγερο τόσες ώρες αλλά θυμάμαι ότι γελούσαμε ασταμάτητα. Ατάκες φεύγανε διαρκώς, οι οποίες σταδιακά γίνονταν σλόγκαν και επαναλαμβάνονταν. Τα διπλανά κοριτσάκια βαριούνται και έχουν στήσει αυτί για να ακούσουν τι λέμε και γελάμε σαν χάχες. Και ύστερα από λίγο γελάνε και αυτές μαζί μας.

Έχει έρθει η ώρα να γνωρίσω το συγκρότημα του κωλόγερου. Φύγαμε μου λεει. Πάμε να γνωρίσεις τους Gorsky. Οι Gorsky είναι περίεργοι τύποι. Είναι χαμένοι στη μουσική τους και που τους χάνεις, που τους βρίσκεις αυτοί κρατάνε ένα όργανο στο χέρι και παλεύουν να βγάλουνε κομμάτια.

Φτάνουμε στο αυτοσχέδιο studio σε μια πολυκατοικία στη Ναβαρίνου. Είναι το περιβόητο σπίτι της «γιαγιάς». Δεν θα σου πω την ιστορία του σπιτιού αλλά θα με θυμηθείς όταν βρεθείς στη Ναβαρίνου να περπατάς και θα ακούσεις κιθάρες και άλλα όργανα να παίζουν Live. Θυμήσου να κοιτάξεις στο μπαλκόνι του 1ου ορόφου και τότε μπορεί και να δεις κανά δυο από τους Gorsky να προβάρουν. Granny Records…..

Περπατάω στους άδειους δρόμους του κέντρου σχεδόν μηχανικά. Είμαι πτώμα αλλά συνεχίζω. Μέχρι να αποφασίσουν οι Gorsky και ο κωλόγερος που θα πάμε για ποτά εγώ θα έχω καταρρεύσει. Για να καταλάβεις θα πάνε σε 2-3 μαγαζιά στα οποία δεν θα κάτσουνε καθόλου και θα καταλήξουν στο residents όπου είναι το στέκι τους. Ο Κωλόγερος μου εξηγεί ότι κάθε φορά γίνεται η ίδια ιστορία. Προσπαθούν να πάνε σε άλλα μαγαζιά αλλά δεν τα καταφέρνουν και καταλήγουν πάντα στο ίδιο.

Γύρω στις 3 έχουμε βρεθεί στην παραλία. Χαζεύω τα καράβια που παίζουν μουσική και κάνουν βόλτες στο Θερμαϊκό. Αν μπούμε σε ένα από αυτά θα κάνουμε τουλάχιστον 45λεπτά υποχρεωτική βόλτα. Και μόνο στην ιδέα ανατριχιάζω και κουράζομαι προκαταβολικά. Ο κωλόγερος έχει απορήσει μαζί μου. Με κοιτάζει με έκπληξη και μου εκμυστηρεύεται ότι έχω γίνει χειρότερος και από αυτόν. Χαμογελάω περήφανος και τον πείθω να ανεβούμε προς το κέντρο και να κάτσουμε κάπου επιτέλους. Όπως ανεβαίνουμε τον παραλιακό δρόμο ακούγεται δυνατή μουσική από μια παρέα περίεργων τύπων:

όπου και αν πας, όπου και αν πας

εδώ παπάς, εκεί παπάς

Οι περίεργοι τύποι είναι 4 μεθυσμένοι πενηντάρηδες που ενώ παραπαίουν ρίχνουν στροφές και τραγουδάνε τους ήχους που βγαίνουν από το μικρό αλλά θορυβώδες stereo.

Ο κωλόγερος με κοιτάζει για λίγο και μου λεει:

- Ορίστε, για να μην γκρινιάζεις...... όλοι για το blog σου δουλεύουνε. Πάρε να έχεις υλικό.

Χαμογελάω και εγώ και προχωράω σιγοτραγουδώντας:

όπου και αν πας, όπου και αν πας

εδώ παπάς, εκεί παπάς........................