Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006

ELF OF EREHWON


Μια μυθική υπόσταση εισέρχεται στο blog. Φήμες λένε ότι βγαίνει τα βράδια και περιφέρεται στις μεγαλουπόλεις. Μεταξύ Gotham City και Μetropolis, ανάμεσα στις λίμνες και στις θάλασσες, σε ένα φανταστικό ασανσέρ ανεβοκατεβαίνει στη Μέση Γη, διακτινίζεται στα αστέρια και κοροϊδεύει τους κομήτες. Αυθαδιάζει και σου βγάζει τη γλώσσα. Σκέφτεται και σε πειράζει. Σε αγνοεί και σε εμπνέει. Σε αγκαλιάζει, σου δίνει ένα φιλί και μετά σε χαστουκίζει απαλά.
Σου γαργαλάει τη μασχάλη και σου τραβάει τα μαλλιά. Τρέχει παλαβά δεξιά αριστερά και σε ζαλίζει. Φυσάει μέσα στο αυτί σου και εξαφανίζεται. Και αφού τα κάνει όλα αυτά κάθεται πολύ σοβαρά απέναντι σου με ύφος σχεδόν επιπλητικό και σου κάνει υποδείξεις. Kαι εσύ υπακούς έκπληκτος με τον εαυτό σου.
Το ξωτικό δεν είναι απλή ιστορία. Είναι Master of Transforming. Αποκλείεται να μην το αναγνωρίσεις. Είναι ο αέρας που φυσάει και σε ανατριχιάζει . Είναι τα σύννεφα που παίρνουν σκανταλιάρικα σχήματα και κινούνται άναρχα. Είναι ο άνθρωπος που μελαγχολεί και στάζει δάκρυα. Που ερωτεύεται και γελάει. Που ονειρεύεται και πετάει.

Προσεχώς ..........in Disorder.

Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006

Οι τρεις Κοντοί

Στα χρονικά της ανθρωπότητας έχουν υπάρξει πολλά διάσημα ζευγάρια και ομάδες. Καμία όμως δεν είχε το όνομα του τίτλου, «οι τρεις κοντοί». Στο άκουσμα και μόνο μπορεί να γελάσεις αλλά δεν είναι καθόλου για γέλια. Στη θέα τους θα γελάσεις σίγουρα αλλά άμα τους παρατηρήσεις στο πρόσωπο θα σου κοπούν τα γέλια και θα σοβαρέψεις απότομα.

Εγώ δεν τους ήξερα ώσπου τους είδα τις προάλλες μπροστά μου. Σηκώθηκαν από το τραπέζι και μόνο τότε τους παρατήρησα. Είχαν όλοι σχεδόν το ίδιο ύψος. Ο πρώτος είχε περιφερειακά μαλλί φουντωτό και στη μέση καράφλα. Το μαλλί ήταν τόσο φουντωτό και σε συνδυασμό με τα περίεργα γυαλιά του τον καθιστούσαν την πιο ενδιαφέρουσα μορφή από τους τρεις. Ο 2ος κοντός είχε γκρι μαλλί και πολύ σκληρά χαρακτηριστικά. Ο 3ος είχε μια αστεία φάτσα που ήταν οριακά να θεωρηθεί παρανοϊκή και περπατούσε με ένα περίεργο βηματισμό σέρνοντας ουσιαστικά το δεξί του πόδι πίσω από το άλλο.

Και με το που τους είδα με μαγνήτισαν και αφού τους χάζεψα να ξεμακραίνουν έπιασα τον κουτσομπόλη ταβερνιάρη και μαζί με το λογαριασμό τον ρώτησα για την κοντή τριάδα.

Ο ταβερνιάρης στο άκουσμα της ερώτησης πήρε μια περίεργη φάτσα. Με κοίταξε καχύποπτα και με ύφος που δεν σήκωνε πολλά μου είπε:

-αμα θες να μάθεις για αυτούς δεν έχεις παρά να τους ακολουθήσεις...

-ε, καλά δεν καίγομαι και τόσο....

-καίγεσαι.....καίγεσαι και το ξέρεις....αλλιώς δεν θα με ρώταγες εμένα που ούτε καν με ξέρεις..

-καίγομαι ρε πούστη μου.......αλήθεια λες.....τι χρωστάω?

-δώσε 10 και φύγε τρέχοντας να τους προλάβεις. Και να μην τους μιλήσεις μέχρι να σου μιλήσουν αυτοί. Απλά ακολούθησε τους. Σαν να μην υπάρχεις......άμα σου βαστάει δηλαδή...

-έλα μωρέ, τι «άμα μου βαστάει» σιγά τώρα, τρεις κοντοί είναι. Τι θα μου κάνουν.

Στο σημείο αυτό τα διπλανά τραπέζια σταμάτησαν να μιλάνε και γύρισαν και με κοίταξαν με διάφορα βλέμματα. Το κλίμα δεν με σήκωνε και έτσι πλήρωσα και έφυγα ανοίγοντας βήμα ταχύ για να προλάβω την μικρή ομάδα.

Επιτέλους είχα βρει μια καινούρια περιπέτεια. Τις καταλαβαίνω εγώ τις περιπέτειες. Τις μυρίζομαι. Και όποτε ξεχνιέμαι λίγο τότε είναι που βρίσκομαι μπλεγμένος σε μια. Έτσι και τώρα ακολουθούσα τις 3 φιγούρες σαν υπνωτισμένος.

Τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν στο μυαλό μου. Μήπως είναι εξωγήινοι? Μπα πολύ Hollywood θα ήταν κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί όμως, κάτι μυστήριο θα έχουν. Κάτι θα κρύβεται πίσω από αυτά μικροσκοπικά πλάσματα.

Όσο περνούσε η ώρα τόσο απομακρυνόμασταν από την ταβέρνα. Στην αρχή χαιρόμουνα που πήρα την απόφαση και κάθισα σε εκείνη την ταβέρνα με τις τεράστιες λεύκες και το μικρό εκκλησάκι δίπλα. Καθώς όμως απομακρυνόμουνα είχα αρχίσει να νιώθω άβολα. Δεν φοβόμουνα ακριβώς αλλά ένιωθα την αδρεναλίνη μου να ανεβαίνει.

Ύστερα από λίγο πλησιάζαμε τη θάλασσα. Δεν θυμάμαι πόση ώρα περπατούσαμε. Θυμάμαι μόνο ότι κλωτσούσα πέτρες και σφύριζα εύθυμους σκοπούς για να ξεχαστώ και να μην φοβάμαι.

Στη θάλασσα το μικρό κομβόι σταματάει. Τους έχω πλησιάσει πια αρκετά. Είμαι στα 10 μέτρα. Αυτοί με έχουν δει αλλά δεν μου δίνουν σημασία. Ο ένας τραβάει μια βάρκα από το σκοινί. Η βάρκα πλησιάζει στη στεριά και αρχίζουν να μπαίνουν ένας ένας σταδιακά. Αυτό ήταν σκέφτομαι. Πάει τελείωσε έτσι άδοξα η περιπέτεια μου. Εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν.

Και εκεί που κάθομαι απογοητευμένος και τα σκέφτομαι όλα αυτά τους βλέπω να με κοιτάνε και οι τρεις επίμονα.

-θα έρθεις??

-ναι, ναι...έρχομαι

και με ένα σάλτο βρίσκομαι και εγώ στη βάρκα τους.

Ο κοντός με τον περίεργο βηματισμό βάζει μπροστά τη μηχανή ενώ ο κοντός με το περίεργο μαλλί (που κάνει το κεφάλι του να μοιάζει με δορυφόρο) έχει κάτσει στην πλώρη και κοιτάζει μπροστά. Ο κοντός με τη σκληρή φάτσα κάθεται στη μέση δίπλα μου και με κοιτάζει όπως αρχίζουμε να πλέουμε.

Νιώθω αμήχανα. Πολύ αμήχανα. Κανείς τους δεν μιλάει

-θα αργήσουμε πολύ??

-...................

-άμα είναι να αργήσουμε,......καλύτερα να κατέβω εγώ. Έχω και δουλειά αύριο......

τίποτα. Καμία απάντηση. Καλά σκάω. Δεν μιλάω άλλο. Ας αφεθώ να δω που θα με βγάλει αυτή η ιστορία. Σκέφτομαι ότι το πιο πιθανό είναι να με σφάξουν στο γόνατο και να με κάνουν τροφή για τα ψάρια. Όσο περνάει η ώρα σκέφτομαι ότι μπορεί να μεταμορφωθούν σε μικρά τέρατα με τεράστια κοφτερά δόντια και να με ξεσκίσουν. Αλλά τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Απλά ξεμακραίναμε από την ακτή και χανόμασταν στα σκοτάδια της θάλασσας.

Λίγη ώρα αργότερα ο δορυφόρος κοντός γυρνάει προς το μέρος μου και μου λεει με ήρεμο ύφος:

-Μην φοβάσαι graoutso

-Που ξέρεις το όνομα μου???????

-Είναι δυνατόν να μην ξέρω τον άνθρωπο Βολίδα?

-Ναι....η αλήθεια είναι ότι ήμουνα διάσημος.....αλλά αυτό είναι πολλά χρόνια πριν. Που με θυμήθηκες!!!!!!

-δεν έχει σημασία αυτό.......τι θες να μάθεις graoutso? Γιατί μας ακολούθησες?

-.......δεν....εγώ δεν.......ο ταβερνιάρης μου είπε να σας ακολουθήσω......αλήθεια που πάμε τώρα?

-σε ένα νησί πάμε. Ένα μικρό νησάκι εδώ δίπλα. Όχι πολύ μακριά.

-μήπως είστε πειρατές?? Είχα δει μικρός το goonies και πολύ θα μου άρεσε να κάναμε κάτι τέτοιο.....

-χαχαχαχα όχι graoutso. Δεν είμαστε πειρατές.

-κάτι περίεργο όμως γίνεται ε??? Κάτι κανονίζετε, να, τώρα μου ήρθε στο μυαλό μου ο Βαρώνος Μυνχάουζεν που είχα δει μικρός. Μήπως είστε κάτι τέτοιο??

-όχι ούτε κάτι τέτοιο είμαστε, ούτε με την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων έχουμε σχέση ούτε με τη χιονάτη, ούτε με τον Mickey Mouse.

-χμμ....καλύτερα. δεν θα μου άρεσε τίποτα από τα παραπάνω......αργούμε να φτάσουμε στο νησί???

- σε λίγο....σε λίγο. Μην είσαι ανυπόμονος.

Λίγη ώρα αργότερα φτάναμε σε ένα μικρό όρμο. Ενα μικροσκοπικό λιμανάκι με μια πολύ μικρή είσοδο που όταν την περνούσες εμφανιζόταν ένας μεγαλύτερος κόλπος.

Αφού δέσαμε σε μια ξύλινη προβλήτα κατεβήκαμε όλοι από τη βάρκα και αρχίσαμε να περπατάμε προς τα πάνω. Γύρω υπήρχαν ελιές, πεύκα και δάφνες. Μου φάνηκε πολύ περίεργος ο συνδυασμός αυτός αλλά δεν σχολίασα και συνέχισα να περπατάω. Πιο ψηλά ξεπρόβαλε ένας φάρος.

Περπατούσαμε ώρα αλλά δεν πλησιάζαμε το φάρο. Άρχισα να κουράζομαι.

-τόση ώρα περπατάμε και όλο στο ίδιο σημείο σημείο νιώθω ότι είμαστε.....

-δεν είναι εύκολο graoutso να φτάσεις εκεί πάνω. Πρέπει να προσπαθήσεις πολύ. Ειδικά εσύ.....

-και γιατί ειδικά εγώ???? Άλλοι δηλαδή φτάνουν πιο γρήγορα???

-κάποιοι με το που πατάνε το πόδι τους στο λιμάνι ρίχνουν ένα πήδο και βρίσκονται αμέσως στο φάρο.....εσύ όμως όχι.

-δηλαδή εγώ είμαι κορόιδο? Τι είμαι? Ανίκανος????

-εσύ είσαι αλλιώς......και δεν είσαι ο μόνος.....είναι και άλλοι σαν και σένα.

Πρέπει να έχουν περάσει ώρες και η συντροφιά μας έχει πλησιάσει ελάχιστα στο φάρο. Νιώθω σχεδόν εξαντλημένος. Σκέφτομαι να τα παρατήσω. Νομίζω ότι δεν έχει νόημα να προσπαθώ άλλο. Άσε που δεν ξέρω αν θέλω όντως να φτάσω στο φάρο. Στην αρχή ήθελα. Τώρα δεν είμαι σίγουρος. Κάθομαι για λίγο κάτω.

Ο αστείος κοντός έρχεται δίπλα μου. Αρχίζει να μιλάει ακατάπαυστα και να λεει διάφορα. Μιλάει γρήγορα και για πολύ ώρα. Κάποια από αυτά που λεει με κάνουν και γελάω. Άλλα είναι απλά χαζά και αδιάφορα. Του απαντάω και εγώ με πειράγματα και ατάκες.

Πιο δίπλα ο κοντός με την σκληρή φάτσα μας κοιτάζει βλοσυρά και κουνάει το κεφάλι του σχεδόν απαξιωτικά. Το βλέμμα του κουβαλάει μια απέχθεια και σχεδόν με εκνευρίζει.

-γιατί κοιτάς έτσι?? Τι διάολο θες?

-δεν θες να φτάσεις στο φάρο....αυτό σκέφτομαι. Αντί να προσπαθείς να ανέβεις κάθεσαι και χασομεράς με τον άλλο λέγοντας βλακείες.

-όντως μπορεί και να μην θέλω να φτάσω, τόση ώρα προσπαθώ και δεν τα καταφέρνω. Άσε που τώρα που κάθομαι και γελάω περνάω πολύ καλύτερα από το να περπατούσα μέχρι εκεί πάνω.

Τότε πετάγεται ο δορυφόρος κοντός και μας διακόπτει.

-ηρεμήστε και οι δύο......Graoutso, το ξέρω ότι είναι δύσκολο να φτάσεις εκεί πάνω αλλά πρέπει να προσπαθήσεις.

-μα γιατί? Δεν είμαι καθόλου περίεργος να δω τι έχει εκεί πάνω. Ένα φάρο βλέπω μόνο. Άλλωστε τι το τόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει εκεί πάνω? Μπορείτε να ανεβείτε εσείς και εγώ θα σας περιμένω...

-χωρίς εσένα δεν μπορούμε να ανεβούμε graoutso.Δεν έχει νόημα.....έλα σήκω. Δεν είναι μακριά θα δεις. Και όταν φτάσουμε πρέπει να είσαι δυνατός. Θα δεις διάφορα εκεί.......

τα λόγια του ακούστηκαν κάπως στο μυαλό μου. Με υπέβαλαν. Σηκώθηκα με αργές κινήσεις και άρχισα να περπατάω. Τα πόδια μου ήταν βαριά αλλά δεν σταματούσα να περπατάω. Και ύστερα από λίγο έβλεπα τον φάρο να έρχεται όλο και πιο κοντά.

Ο φάρος ήταν σχεδόν ερειπωμένος. Είχε διάφορα μικρά χαλάσματα απ’όπου όμως έβγαινε ένα δυνατό φως.

Είχαμε φτάσει πια απέξω. Είμαι κατάκοπος. Οι τρεις κοντοί σιγοστέκονται απέναντι μου σαν να μου δείχνουν τον δρόμο προς την πόρτα. Έχω καταλάβει ότι θα μπω μόνος μου στο φάρο. Ξανακοιτάζω τους τρεις κοντούς. Είναι περίεργο αλλά έχω ένα αίσθημα οικειότητας απέναντι τους. Μου θυμίζουν κάτι γνώριμο. Κάτι τόσο κοντινό που όμως αδυνατώ να ορίσω.

Προχωράω προς την πόρτα. Την σπρώχνω άψυχα και αυτή δεν ανοίγει. Κοιτάζω το δορυφόρο.

-ξαναπροσπάθησε graoutso….δείξε θάρρος....πρέπει να μπεις εκεί μέσα. Πρέπει να τα αντιμετωπίσεις αυτά που θα δεις.

Ξαναγυρνάω προς την πόρτα και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Απλώνω το χέρι στην πόρτα σφίγγω τα δόντια, κλείνω τα μάτια και βάζω όλη μου την δύναμη.

Η πόρτα ανοίγει και ξαφνικά νιώθω να με ρουφάει κάτι προς τα μέσα. Ανοίγω τα μάτια και σχεδόν τυφλώνομαι από το φως. Αιωρούμαι και τα πάντα γύρω μου τρέχουν σαν τρελά. Εικόνες, μορφές, αντικείμενα. Τα βλέπω όλα. Όλη μου τη ζωή να τρέχει άναρχα με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Δεν τολμάω να κουνηθώ. Ζαλίζομαι αλλά δεν κλείνω τα μάτια. Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου. Απλά παρατηρώ ότι προλαβαίνω να δω. Αναμνήσεις ξεχασμένες περνάνε η μια μετά την άλλη. Σαν να με κοροιδεύουν, σαν να προσπαθούν να με εκδικηθούν που τις ξέχασα. Δεν προλαβαίνουν όμως να το κάνουν. Εξοστρακίζονται από άλλες αναμνήσεις και αυτές με τη σειρά τους από άλλες. Όμορφες άσχημες, δεν έχει σημασία. Το κοινό τους σημείο είναι ότι έχουν ξεχαστεί. Παλεύουν να βρουν υπόσταση και να σταθούν όσο το δυνατόν περισσότερο μπροστά μου. Να ξεφύγουν από το άπειρο και να εδραιωθούν. Κάποιες θα τα καταφέρουν και κάποιες όχι.

Έχω εξαντληθεί. Κλείνω τα μάτια και όλα τελειώνουν. Το φως σβήνει. θολούρα πάλι..............

Τελικά είναι αλήθεια. Ξεχνάω εύκολα και θυμάμαι δύσκολα. Και δεν με ενοχλεί σχεδόν καθόλου αυτό. Και όσο δεν υπάρχει φάρος τόσο δεν υπάρχει πρόβλημα. Και οι κοντοί θα υπάρχουν πάντα να σου τα θυμίζουν όλα αυτά όταν εσύ και εγώ τα ξεχνάμε.

Εις μνήμην της μνήμης

Τρίτη, Ιουνίου 20, 2006

Dark Side of the Moon


Γενικά δεν μου αρέσουν οι συναυλίες. Ταλαιπωρούμαι. Γκρινιάζω. Δεν αντέχω τις ουρές, τις ορθοστασίες. Μου φαίνεται βουνό όλη αυτή η ιστορία. Μην προσπαθήσεις να το αναλύσεις ή να με πείσεις για το αντίθετο. Είμαι περίεργος άνθρωπος εγώ. Όχι πως έχει σημασία απλά να, χτες έπρεπε να πάω. Είναι κάποιοι δίσκοι στη ζωή σου που είναι κομμάτι σου. Είναι μέρος σου. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να πάω. Και ας ήταν τέρμα θεού.
Αυτοκίνητα παντού. Κίνηση. Απελπισία. Παρκάρω στο διάολο μέσα σε ένα χωράφι. Μερικά χιλιόμετρα περπάτημα αργότερα φτάνουμε στην πύλη. Το αδιαχώρητο παντού. Η συναυλία έχει αρχίσει εδώ και μισή ώρα. Έχω εξαντληθεί από την ζέστη και το περπάτημα. Περπατάω άχαρα στο terra vibe και σιχτιρίζω τον κόσμο όλο. Στρίβω ένα τσιγάρο καθώς πλησιάζουμε στη σκηνή. Δεν ακούγεται μουσική. Κοιτάζομαι με το Θ. απορημένος. Γιατί δεν παίζει τίποτα? Λες να μην έχει αρχίσει τελικά? Ξαφνικά ακούγονται κιθάρες. Γνώριμες κιθάρες. Ζεστές. Ένας ήχος που σε αγκαλιάζει και σου χαϊδεύει τα αυτιά. Ο Θ. γυρνάει και με κοιτάζει έντρομος:
-τρέχουμε λίγο ?
-με σκοτώνεις.....
-έλα πάμεεεεε
πετάω το τσιγάρο και αρχίζω να τον ακολουθώ. Επιτέλους είμαστε στη σκηνή. Οι κιθάρες ηχούν όλο και πιο έντονα. Αυτό θα πει timing φίλε μου. Λες και περίμενε εμάς για να το πει. So, so you think you can tell………..Η τέλεια υποδοχή. Στέκομαι σαν μαρμαρωμένος. Δεν κουνήθηκα σε όλο το τραγούδι. Εγώ που άμα μου πεις κάτσε ακίνητος για 10 δευτερόλεπτα θα αρχίσω να πηγαίνω δεξιά αριστερά σαν σκούνα.
Ύστερα από λίγο το πρώτο μέρος θα τελειώσει και θα γίνει διάλειμμα. Εγώ όμως έχω πάει για το δεύτερο μέρος. Αυτό με ενδιαφέρει. Και το δεύτερο μέρος έχει Dark Side of the Moon.
Η σκηνή ετοιμάζεται. Τα σφυριά ανεβαίνουν και φωτίζονται. Ήγγικεν η ώρα. Αλήθεια σου λεω δεν το περίμενα ότι θα το δω αυτό το πράμα live. Ο ήχος είναι παραπάνω από τέλειος. Είναι σχεδόν απόλυτος. Από τις πρώτες νότες εκστασιάζομαι. To intro δεν θα σου το πω, έπρεπε να το έβλεπες. Δεν έχει νόημα να σου το πω. Τα κομμάτια κυλάνε το ένα μετά το άλλο και εγώ έχω μαγνητιστεί. Για μια στιγμή βγαίνω από τη νιρβάνα μου και κοιτάζω γύρω. Όλοι είναι σαν υπνωτισμένοι. Κοιταζόμαστε με τον Θ. αλλά είναι αδύνατον να αρθρώσουμε λέξη. Είμαστε σαν πρωτόγονοι που δεν έχουν ανακαλύψει ακόμα την ομιλία.
Και κάπου εκεί είναι που νιώθω τα πάντα να με χτυπάνε. Νιώθω αναμνήσεις και στιγμές να με βομβαρδίζουν. Όλα εκείνα τα βράδια που έπαιζε το cd στο repeat. Όλες τις σκέψεις, τα όνειρα, τις ιδέες. Όλα είναι πάλι στο μυαλό μου. Και στο τέλος δεν κρατήθηκα. Ούρλιαξα. Και δεν θυμάμαι να έχω ξαναουρλιάξει έτσι. Δεν θυμάμαι καν αν έχω ουρλιάξει ποτέ. Το μόνο που μπόρεσα να βγάλω ήταν μια κραυγή. Ούτε ο Mel Gibson στο braveheart δεν φώναξε έτσι. Και οι δίπλα μου σαν να τρελάθηκαν και αυτοί και αρχίσαμε όλοι να ουρλιάζουμε σαν τρελοί. Κραυγές πόνου, φόβου, οργής, ενθουσιασμού, δεν ξέρω τι στο διάολο ήταν. Απλά φωνάζαμε. Δεν ξέραμε τι άλλο να κάνουμε.
Το Dark Side of the Moon δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση φίλε μου. Είναι μια διαρκής κορύφωση. Ένα πέταγμα. Μια απελευθέρωση. Μια εδραιωμένη αίσθηση για τα πάντα. Είναι η παραδοχή. Μια αποθέωση και μια λύτρωση. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι πια. Ότι ήταν να γίνει έγινε. Απλώς απόλαυσε το. Είναι η μουσική της ζωής. Οι χτύποι της καρδιάς και ο ήχος της ανάσας σου. Τα χάδια του έρωτα σου και το πρώτο φτερούγισμα. Είναι, είναι, είναι, είναι δεν ξέρω και εγώ τι ακριβώς είναι. Τουλάχιστον δεν ξέρω να σου το πω ακριβώς. Ο καθένας το ξέρει για τον εαυτό του.
Μερικά λεπτά αργότερα, στο encore επάνω θα ξαναγίνουμε άνθρωποι των σπηλαίων. Και θα χρειαστεί μόνο μια φράση από τον waters……..Hey you…..οι διάφορες γενιές θα αρχίσουν να τραγουδάνε another brick in the wall για τους ίδιους αλλά και διαφορετικούς λόγους συγχρόνως. Για τα όνειρα που θάφτηκαν και για αυτά που αρνιούνται να πεθάνουν. Για τις αναμνήσεις και για την αντίδραση. Γιατί το σύστημα θα υπάρχει πάντα και για αυτό το “the wall” ..............θα μείνει αθάνατο.

Σάββατο, Ιουνίου 17, 2006

O Ανθρωπος Βολίδα

Κάποτε δούλευα σε τσίρκο. Είχα ένα εξαιρετικό νούμερο. Έβγαινα όρθιος πάνω σε ένα ελέφαντα και έκανα τον κύκλο της αρένας. Ο κόσμος με λάτρευε και με χειροκροτούσε αφηνιασμένος. Εγώ καθόμουνα λαμπάδα και απολάμβανα τον θαυμασμό τους. Τι και αν είχαμε ακροβάτες, θηριοδαμαστές, κλόουν. Ο κόσμος εμένα περίμενε να δει. Και καταλαβαίνεις και εσύ ότι οι υπόλοιποι με ζηλεύανε. Λογικό είναι άλλωστε. Τους έπαιρνα όλοι τη δόξα.

Ο καλύτερος φίλος μου ήταν η αρκούδα. Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί και την τάιζα συχνά ψάρια και καμιά φορά μέλι. Η αρκούδα που λες μου είχε μεγάλη αδυναμία. Και επειδή ήταν σοφή με είχε προειδοποιήσει για τους άλλους που με φθονούσαν. Αλλά εγώ ήμουνα αθώος και δεν πίστευα στην ζήλεια και την κακία. Όλοι καλοί μου φαίνονταν εμένα. Και μια μέρα οι επιτήδειοι με φωνάξανε στο κεντρικό τροχόσπιτο και μου ανακοίνωσαν ότι θα μου αλλάξουν το νούμερο.

Το καινούριο νούμερο μου είπαν ότι θα με απογείωνε. Και εγώ τους πίστεψα. Και αυτοί αλήθεια λέγανε. Δεν μου είπανε ψέματα. Απλά εγώ το κατάλαβα μεταφορικά. Από εδώ και στο εξής θα γινόμουνα ο άνθρωπος βολίδα. Μου είπαν ότι δεν χρειάζονταν πρόβες. Θα το έκανα κατευθείαν στην παράσταση. Η αγωνία μου είχε εκτοξευτεί στα ύψη. Αδημονούσα να μάθω το καινούριο μου νούμερο και να δω την ανταπόκριση του κόσμου.

Ώσπου έφτασε εκείνη η τιμημένη (όπως λεει και η Μ.) μέρα. Κόσμος παντού εκείνη την ημέρα στο τσίρκο. Ο ψηλός ακροβάτης με φωνάζει να πάω μαζί του. Μου δίνει ένα παλιό κόκκινο κράνος που είχε ένα αστέρι πάνω του και μου λεει να το φορέσω. Είμαι ενθουσιασμένος με το κράνος μου. Μου δίνει και μια μπλέ στολή. Τη φοράω και μου είναι κολλητή.

-δεν έχεις κανά δυο νούμερα πιο μεγάλη?? Αυτή μου είναι πολύ κολλητή

-έτσι πρέπει, είναι αεροδυναμική, για να μην χάνεις ταχύτητα

-δηλαδή Σιμόν, θα πηγαίνω πολύ γρήγορα ???

-μα φυσικά!!! Αφού θα είσαι ο άνθρωπος βολίδα....σαν βολίδα θα πηγαίνεις

-....σαν βολίδα!!!!!......(επαναλαμβάνω και εγώ ενθουσιασμένα)

Μετά μου δείχνει ένα κανόνι και μου λεει να μπω εκεί μέσα. Τον υπακούω τυφλά και μπαίνω στο κανόνι. Είναι πάρα πολύ στενά. Έχω σφηνώσει σχεδόν. Κάθομαι και σκέφτομαι πώς θα τα καταφέρω να βγω από εκεί μέσα έτσι άσχημα που σφήνωσα. Ύστερα από λίγο θα μου λυνόταν αυτή η απορία.

Νιώθω το κανόνι να κινείται και τον κόσμο να φωνάζει. Ο παρουσιαστής με φωνάζει με το καινούριο μου όνομα: Ο Άνθρωπος Βολίδα. Χαμογελάω ευχαριστημένος που ακούω τον κόσμο να ζητωκραυγάζει. Ξαφνικά αρχίζει να κάνει ζέστη στο κανόνι. Όσο περνάει η ώρα αρχίζω να ζεσταίνομαι.. φωνάζω στους άλλους:

-παιδιά, παιδιά, έχει πολύ ζέστη εδώ μέσα, κάντε κάτι

-περίμενε λίγο, σε λίγο δεν θα νιώθεις τίποτα

-οκ, οκ, περιμένω

δευτερόλεπτα αργότερα ακούω ένα μπαμ. Και νιώθω να ξεκολλάω από το κανόνι και πετάγομαι προς τα έξω. Βλέπω τον κόσμο από ψηλά να με χαιρετάει. Είναι υπέροχα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί απομακρύνονται συνέχεια.

Τότε καταλαβαίνω ότι δεν απομακρύνονται αυτοί αλλά εγώ. Το κεφάλι μου σκίζει την τέντα του τσίρκου και εγώ συνεχίζω την τρελή πορεία μου στον ουρανό.

Έχει αρχίσει να κάνει κρύο. Δίκιο είχαν τα παιδιά που μου λέγανε να περιμένω λίγο και θα δροσίσει. Η ανοδική μου πορεία συνεχίζεται και πια βλέπω μόνο κουκίδες όταν κοιτάζω προς τα κάτω. Περνάω μέσα από σύννεφα και επειδή αυτά μου γαργαλάνε τη μύτη αρχίζω και φταρνίζομαι. Φταρνίζομαι ασταμάτητα και αυτό μου μειώνει την ταχύτητα αλλά παρόλα αυτά συνεχίζω. Εγώ ανεβαίνω και δίπλα μου πέφτουν αστέρια. Προσπαθώ να πιάσω ένα αλλά δεν τα καταφέρνω. Μπροστά μου το φεγγάρι πλησιάζει όλο και πιο πολύ προς τα μένα. Αλλά ξαφνικά σταματάω. Στέκομαι για λίγα δευτερόλεπτα και ξαφνικά κάτι με τραβάει απότομα προς τα κάτω. Να δεις πως το λένε αυτό. Αααα βαρύτητα το λένε.

Όσο πέφτω τόσο αυξάνεται η ταχύτητα μου. Έχω αρχίσει να φοβάμαι. Τα φοβάμαι τα ύψη εγώ. Αρχίζω να φταρνίζομαι επίτηδες μήπως και μειώθεί η ταχύτητα μου αλλά αντιθέτως επιταχύνω. Απελπισία. Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διακόψει την ένωση μου με το έδαφος. Θυμάμαι που φοβόμουνα τα ψηλά μπαλκόνια. Και δεν είμαι σίγουρος αν φοβόμουνα ότι μπορεί να καταρρεύσουν και να με ρίξουν ή αν φοβόμουνα τον εαυτό μου μήπως πηδήξει. Μάλλον αυτές τώρα είναι οι τελευταίες μου στιγμές αλλά δεν περνάει η ζωή μου μπροστά από τα μάτια μου. Σκατά, ψέματα έλεγε η διαφήμιση του Johnnie Walker. Προτιμώ αυτή που έλεγε keep walking. Τουλάχιστον θα περπατούσα δεν θα έπεφτα σαν κομήτης. Προσπαθώ να σκεφτώ θετικά και σκέφτομαι ότι δεν πέφτω. Απλώς πετάω. Ναι ναι. Αυτό είναι πετάω. Είναι τέλεια να πετάς, αλλά παρόλα αυτά το έδαφος πλησιάζει επικίνδυνα. Είμαι πια πολύ κοντά. Αέρας φυσάει και με πηγαίνει δεξιά αριστερά. Ξαφνικά βλέπω μια φιγούρα στο έδαφος να κινείται και αυτή δεξιά αριστερά – όπως και εγώ-. Νομίζω ότι είναι η σκιά μου αλλά σκέφτομαι ότι αυτό δεν γίνεται γιατί είναι βράδυ. Είμαι πια πολύ κοντά στο έδαφος και τώρα βλέπω καθαρά κάτω. Η φιγούρα δεν είναι ανθρώπινη. Είναι η φίλη μου η αρκούδα που τρέχει πανικόβλητη να δει που θα πέσω για να με πιάσει. Και είναι πολύ αστεία αυτή τη στιγμή γιατί τρέχει όπως και ο Βέγγος. με το κεφάλι προς τα κάτω και τα χέρια της να κουνιούνται ατσούμπαλα πάνω κάτω. Είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω την αρκούδα ξανά. Ειδικά τώρα που φοβάμαι. Κλείνω τα μάτια και αφήνομαι.

Όταν τα ανοίγω είμαι ακόμα στον αέρα αλλά ακίνητος. Κοιτάζω κάτω και βλέπω την αρκούδα πεσμένη στο έδαφος να με κρατάει με τα χέρια της τεντωμένα. Κάθομαι όπως κάθονται τα μωρά που τους κάνουν αεροπλανάκι οι γονείς. Ξαφνικά ακούω παλαμάκια. Η Μ. χειροκροτάει ενθουσιασμένη και φωνάζει: ξανά ξανά!!!

No Man's Land


1η Ιουνίου ήταν η ημερομηνία που ο graoutso ξεκίνησε την καινούρια του δουλειά. Τα ωράρια είναι εξαντλητικά. Ουσιαστικά η δουλειά τρωει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Που χρόνος για γράψιμο και blog. Για αυτό και οι καταχωρήσεις ξαφνικά λιγόστεψαν. Τέλωσπάντων, δεν έχουν σημασία αυτά. Οι περιπέτειες του graoutso συνεχίζονται εντός και εκτός Blog.

Η καινούρια δουλειά είναι πάλι γεμάτη γυναίκες. Τώρα πια όμως είμαι καλά δασκαλεμένος. Ειλικρινά πάντως έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι η αγορά εργασίας γυναικοκρατείται. Πήγα στην τράπεζα τις προάλλες να ανοίξω ένα λογαριασμό και ήταν καμία 10αριά γραφεία γεμάτα γυναίκες. ΑΑΑΑ υπήρχε και ένας άντρας εκεί. Αλλά ήταν νάνος (αλήθεια σου λεω, νάνος ήταν). Κοντούλης, με τα μικρά του παπουτσάκια, το κοντό του παντελονάκι και μια τεράστια γραβάτα που του έφτανε μέχρι το γόνατο σχεδόν. Και πήγα να βάλω τα γέλια ενστικτωδώς όταν τον είδα να σηκώνεται όρθιος με την τεράστια γραβάτα του να κρέμεται σαν το σχοινί που αρπάζει ο ταρζάν και πηδάει από δέντρο σε δέντρο. Αλλά συγκρατήθηκα ευτυχώς. Ευτυχώς για μένα και τον μικροσκοπικό μου νάνο δεν γέλασα και όχι μόνο αυτό, άρχισα να του κάνω και ερωτήσεις. Πάντως είναι καφρίλα και το ξέρω αλλά δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου εκείνο το ανέκδοτο που διερωτάται γιατί οι νάνοι την άνοιξη σκάνε στα γέλια (δεν σας λεω το γιατί που να χτυπιέστε).

Ήταν 9 το πρωί εκείνη τη μέρα στην τράπεζα. Ένας τεράστιος χώρος με γραφεία και σχεδόν κανέναν πελάτη. Η κοπέλα που με εξυπηρετεί συμπληρώνει ασταμάτητα χαρτιά και εγώ κάθομαι τεμπέλικα στην καρέκλα και χαζεύω. Που και πού μου κάνει ερωτήσεις και εγώ της απαντάω. Βαριέμαι και εγώ, βαριέται και αυτή. Όλοι βαριούνται εκείνη τη στιγμή στην τράπεζα. Μέχρι και ο νάνος. Τον βλέπω που έχει ανοίξει μια πασιέντζα στον υπολογιστή.

2 παππούδες μπαίνουν κάποια στιγμή μέσα. Γυρνάω στην καινούρια μου φίλη και της λέω με ύφος (και καλά) απορημένο:

-Όλοι οι πελάτες σας έτσι λυκόπουλα είναι?

-μμμμμμ, (νάζια που συνοδεύονται από περίεργες γκριμάτσες) όχι βέβαια. Απλά είναι νωρίς ακόμα. Κατά τις 10 να έρθεις να δεις τι γίνεται....... χαμός

-πολύς κόσμος δηλαδή?

-χαμός!!!!!

-...........10 άτομα δηλαδή????

-μμμμμμμμμμμ, εξυπνάδες

-ε, τι άλλο....

δυο λεπτά αργότερα η πόρτα ανοίγει και μπαίνει και άλλος γέρος. Κοιταζόμαστε με την κοπέλα και βάζουμε τα γέλια .

Στη δουλειά που λες γίνεται χαμός. Όλοι τρέχουν πανικόβλητοι και εγώ τις πρώτες μέρες τους χάζευα να τρέχουν και έκανα πως τρέχω και εγώ. Και ξαφνικά μια μέρα συνειδητοποίησα ότι έτρεχα και εγώ κανονικά πια και όχι προσποιητά. Meetings, deadlines, και δεν συμμαζεύεται. A ρε graoutso σκεφτόμουνα, έγινες executive και εσύ. Και αμέσως έβαζα τα γέλια γιατί άμα με δεις μόνο για executive δεν μοιάζω.

Δύο γραφεία πιο δίπλα κάθεται ο Κ. για το οποίον δεν έχω καταλήξει ακόμα. Ο Κ. έχει έναν υφιστάμενο στον οποίον βάζει τις φωνές τουλάχιστον 4-5 φορές την ημέρα. Και ακόμα δεν έχω καταλάβει αν ο Κ. είναι απλώς αρχίδι ή ο άλλος είναι απλώς χαζός. Εδώ που τα λέμε, ο υφιστάμενος έχει λίγο βλακόφατσα. Ξέρεις, το ύφος του ανθρώπου που τα πιάνει αργά (αν τα πιάσει κιόλας). Ε,, πόση υπομονή να έχει και ο Κ.

Ο Κ. έχει περάσει στον υπολογιστή του ένα cd του Κιάμου που τραγουδάει live. Και σε διάφορες στιγμές της ημέρας ανοίγει τον ήχο τέρμα και τραγουδάει. Και αυτό είναι κάτι σαν σύνθημα γιατί αρχίζουν ξαφνικά όλες να τραγουδάνε εκστασιασμένες και εγώ κοιτάζω δεξιά αριστερά να βρω αν υπάρχει λουλουδού και περιμένω να δω αν θα ανέβουν στα γραφεία να χορέψουν. Μέχρι σήμερα δεν το έχουν κάνει πάντως.

Οι πρώτες μέρες σε καινούρια δουλειά είναι πολύ περίεργες. Ειδικά άμα είναι και καινούριος τομέας που πρέπει να μάθεις ένα σωρό πράγματα από την αρχή τότε αισθάνεσαι έξω από τα νερά σου. Επίσης περνάς αρκετές ώρες καθισμένος σε ένα γραφείο μην κάνοντας τίποτα. Α, όχι κάτι κάνεις βασικά. Περιμένεις να περάσει η ώρα να φύγεις. Έτσι περίμενα και εγώ τις πρώτες μέρες να φύγω.

Η ώρα είχε πάει 7 και βλέπω τη διπλανή μου να ετοιμάζεται να φύγει. Τέλεια σκέφτομαι. Σε 5 λεπτά έχω φύγει. Κλείνω υπολογιστές, μαζεύω πράγματα και περιμένω να ακούσω τη μαγική φράση: μπορείς να φύγεις. Η διπλανή μου εξαφανίζεται για λίγο αυξάνοντας την ανυπομονησία μου και επιστρέφει ύστερα από 5 λεπτά με ένα πάκο χαρτιά. Έρχεται και κάθεται δίπλα μου αφήνοντας τα χαρτιά πάνω στο γραφείο μου και αρχίζει με ταχυγλωσσία να μου εξηγεί τι πρέπει να κάνω. Εγώ δεν σου κρύβω ότι έχω σοκαριστεί εκείνη τη στιγμή. Μιλάει γρήγορα και μου δίνει οδηγίες. Δεν καταλαβαίνω χριστό από αυτά που λεει. Προσπαθώ να χωνέψω την αναβολή της αναχώρησης μου. Και στο τέλος με κοιτάζει και μου λεει:

-εντάξει???

-εεεεεεε, ναι, εντάξει (τι να της έλεγα????, πεστα ξανά??)

-μπράβο, αααα, τα θέλω αύριο το πρωί, καλύτερα να ξεκινήσεις τώρα.

Πρέπει να ήμουνα ο τελευταίος που έφυγε από την εταιρία. Άφησα πίσω μου το φύλακα που με κοίταζε με συμπόνια και αποφάσισα ότι από εδώ και στο εξής κάπως έτσι θα κυλάνε οι μέρες.

Και επειδή αυτή είναι λίγο κωλοζωή άρχισα να οργανώνω ένα ταξίδι για να έχω κάτι να περιμένω. Πρέπει πάντα να φτιάχνεις τη ζωή σου έτσι ώστε να περιμένεις για κάτι. Να βάζεις ένα ορίζοντα και να βαδίζεις προς τα εκεί. Και όταν φτάνεις εκεί να κάθεσαι λίγο και να ξεκινάς για τον επόμενο. Και το ξέρω ότι αυτό για κάποιους δεν είναι ζωή αλλά pc game με διάφορες πίστες. Κάποιοι που λες σε αυτό το παιχνίδι έχουν μπόλικο credit. Έχουν πολλές ζωούλες. Άλλοι έχουν λιγότερες. Κάποιοι θα το τερματίσουν το παιχνίδι και άλλοι απλώς θα κολλάνε στην ίδια πίστα ξανά και ξανά και ξανά.

Η αναμονή τελικά αποτελεί ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μας. Αν το καλοσκεφτείς θα καταλήξεις και εσύ ότι γενικά περιμένεις. Περιμένεις για τα πάντα. Ξεκινάς από την κοιλιά της μαμάς όπου περιμένεις 9 μήνες για να βγεις (άμα είσαι ανυπόμονος βγαίνεις 7μηνίτικος αλλά αυτό δεν ενδείκνυται). Μετά περιμένεις να μεγαλώσεις. Όταν μεγαλώσεις λίγο περιμένεις να πας σχολείο και μετά περιμένεις να γίνεις 18 για να τελειώσεις το σχολείο και να πας στο πανεπιστήμιο. Κατόπιν περιμένεις να πας στρατό. Πας στρατό και περιμένεις να τελειώσει και όταν τελειώσει περιμένεις για να βρεις δουλειά, σύζυγο, να κάνεις παιδιά, να πας διακοπές, να μεγαλώσουν τα παιδιά, να βγεις στη σύνταξη και στο τέλος να πεθάνεις.

Ε, εντάξει δεν είναι τόσο δραματικά τα πράγματα αλλά είδες πόσο γρήγορα σου τα έγραψα??? Όλη η ζωή σου και η ζωή μου μέσα σε μια παράγραφο κλεισμένη. Θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο σύντομο. Να είναι σε μια γραμμή. Παρόλα αυτά δεν είναι όλα μαύρα. Υπάρχει αναμονή και αναμονή. Υπάρχει η παθητική αναμονή (αυτή της ουράς στο ΙΚΑ, στις τράπεζες κοκ) όπου δεν κάνεις τίποτα απο το να κάθεσαι ανούσια. Υπάρχουν όμως και oι ενεργητικές (πες τις όπως θες εσύ) αναμονές. Αυτές που όντως κάτι περιμένεις αλλά συγχρόνως κάνεις και άλλα πράγματα. Που συγχρόνως ζεις. Και αν όλα αυτά σου φαίνονται βαριά ‘η απαισιόδοξα θα σου πω και κάτι ακόμα που θα σου φανεί κλισέ. Ζούμε την καλύτερη ζωή που μπορούμε. Δεν υπάρχει άλλη ζωή από αυτή που ζούμε. Ότι υπάρχει είναι γύρω σου. Για τα άλλα που φαντάζεσαι είναι απλώς υποθέσεις. Για αυτό μην σκέφτεσαι τι θα είχε γίνει αν είχες κάνει τότε το ένα ή το άλλο. Δεν αλλάζει κάτι.

Να ζεις, να ονειρεύεσαι, να σχεδιάζεις, να ερωτεύεσαι, να πετάς στα σύννεφα. Να τα κάνεις όλα αυτά για να σε βλέπω, να παίρνω θάρρος και να τα κάνω και εγώ. Γιατί άμα δεν τα κάνει κανένας δεν θα τα κάνω ούτε εγώ.

Και το ξέρω ότι είναι κάτι μέρες που είναι όλα μαύρα. Δεν πα να έχει έξω χαρά θεού. Για εσάς και για μένα είναι όλα μαύρα. Σε πλημμυρίζει ένα συναίσθημα ματαιότητας. Και μαυρίζει η ψυχή σου. Μέσα σου κλαις αλλά απέξω μοιάζεις απαθής. Δεν έχεις όρεξη να κάνεις τίποτα. Δεν θες να δεις κανένα. Αισθάνεσαι εξαπατημένος. Που είναι η ωραία σου ζωή που κάποτε είχες ονειρευτεί. Τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περίμενες. Σκατά, δεν έχεις ιδέα τι θα κάνεις. Νιώθεις μόνο να αιωρείσαι. Είσαι στο καθεστώς της απόλυτης αιώρησης. Είσαι στο απόλυτο κενό. Perfectly unbalanced. Ούτε το εκκρεμές του Φουκώ δεν είναι τόσο τέλειο.

Θα κάτσεις έτσι για ώρες, μπορεί και μέρες. Κάποια στιγμή όμως θα βαρεθείς. Θα βαρεθείς την μαυρίλα. Και τότε θα έρθει ένα μήνυμα, ένα τηλέφωνο, μια σκέψη, κάτι τέλωσπάντων. Κάτι μικροσκοπικό. Δεν χρειάζεται να είναι μεγάλο. Και τότε ως δια μαγείας θα εξαφανιστούν όλα. Θα αρχίσεις να βγαίνεις πάλι, να γελάς και θα ξεχαστείς μέχρι την επόμενη φορά που θα σε ξαναχτυπήσουν πάλι τα ίδια. Μάλλον κάπως έτσι είναι η ζωή. Εναλλαγές. Έτσι απλά. Και μην φανταστείς ότι θέλω να γράψω ευφάνταστα πράγματα για να σε εντυπωσιάσω εσένα που διαβάζεις. Απλά όταν δεν μπορείς να μιλήσεις στον εαυτό σου, τότε κάθεσαι και του γράφεις. Και για αυτό υπάρχει το blog. Παλιά το λέγανε ημερολόγιο, σήμερα το λένε blog.

Grand Opening




O graoutso με υπερηφάνεια παρουσιάζει................τον Κωλόγερο.
Aιχμάλωτος μιας λίμνης γράφει ότι του κατέβει, δίνει παραγγέλματα και προσπαθεί να πείσει τους πάντες ότι οι λίμνες είναι βαρετές
Αυτά και άλλα στο.........Lakes are Boring

Κυριακή, Ιουνίου 11, 2006

Timeless

Είναι γύρω στα 95, 96, 97? Κανείς δεν ξέρει ακριβώς. Τα χρόνια απλά περνάνε και εμείς απλά προσθέτουμε κεριά στις τούρτες. Άμα φτάσει τα 100 θα κάνουμε φιέστα.

Η ιστορία της είναι γοητευτική. Τουλάχιστον εμένα έτσι μου φαίνεται.

Γεννήθηκε κάπου στα βάθη της Μικράς Ασίας. Κοντά στην Καππαδοκία. Ήρθε 12 χρονών στην Ελλάδα με την οικογένεια της. Δεν ήρθαν όλοι μαζί. Άρχισαν να έρχονται σταδιακά. Αυτή ήρθε το ’22. Δεν νομίζω ότι ακόμα και σήμερα μπορεί να καταλάβει γιατί έφυγε από εκεί. Οι τούρκοι ήταν φίλοι μας μου λεει και μου ξαναλέει. Δεν μιλάει συχνά για τη ζωή της εκεί. Τους γέρους πρέπει να τους πετύχεις στην ώρα που θα αποφασίσουν να μιλήσουν. Την ώρα που θα έχουν όρεξη να αφηγηθούν.

Πολλές φορές κάθομαι και την παρατηρώ. Το βλέμμα της συχνά κοιτάζει το κενό. Άλλες φορές είναι απλά κενό. Δεν έχω δει σε πολλούς ανθρώπους κενό βλέμμα όπως σε αυτή. Ύστερα κάθομαι και σκέφτομαι τι ζωή έχει κάνει αυτή η γυναίκα. Έχει ζήσει 2 παγκόσμιους πολέμους, εμφύλιο, πραξικόπημα. Μια ζωή καταδιωγμένη και κυνηγημένη. Γιατί βλέπεις ο ξεριζωμός δεν ήταν αρκετός. Η οικογένεια της έμελλε να μπλεχτεί με την αριστερά. Άλλοι διωγμοί και άλλες ιστορίες από εκεί.

Μετά τον ξεριζωμό κατέληξε στον Πειραιά. Μέχρι να φτάσουν εκεί, η οικογένεια της είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων. Κάτι οι αρρώστιες, κάτι οι επιτήδειοι, κάτι το ένα κάτι το άλλο και τα χρήματα γρήγορα εξανεμίστηκαν.

Ήταν εύπορη οικογένεια στον τόπο τους. Όπως και οι περισσότεροι άλλωστε. Με την μετεγκατάσταση τους στην Ελλάδα όμως, έμελλε οι περισσότεροι να αλλάξουν κοινωνική και οικονομική τάξη. Πώς να μην το φέρουν βαρέως. Από άρχουσα τάξη, έγιναν μέσα σε λίγο διάστημα οικονομικοί μετανάστες. Και οι ελλαδίτες που τους υποδέχτηκαν........σκληραίνει το βλέμμα της όποτε μιλάει για αυτούς.

Είχε φτάσει τα 20 και ήταν ανύπαντρη. Δεν της άρεσε κανένας μου είχε πει (και καλά). Ούτε καν αυτός που παντρεύτηκε. Και αυτόν τον παντρεύτηκε επειδή ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Ο γαμπρός ήταν έλληνας εκ Ρωσίας. Δηλαδή ρώσος μιας και ελληνικά δεν μιλούσε και είχε έρθει μεγάλος στην Ελλάδα. Στα μάτια του κόσμου ήταν ρώσος. Περνούσε τα απογεύματα από τις γειτονιές μαζί με οργανοπαίχτες και χόρευε. Η βασική του απασχόληση στη Ρωσία ήταν ο χορός. Ήξερε να χορεύει 45 χορούς. Και από όπου περνούσε φωνάζανε όλοι: έρχεται ο ρώσος, και βγαίνανε στους δρόμους και στα παράθυρα για να τον κάνουνε χάζι. Και αυτός χόρευε και άναβε το κέφι του κόσμου. Κάπως έτσι γλυκάθηκε και αυτή και τον παντρεύτηκε. Και δεν της βγήκε σε κακό. Ο ρώσος ήταν τρυφερός και δουλευταράς.

Το κακό του να ζεις πολλά χρόνια είναι να βλέπεις τους άλλους να φεύγουν από τη ζωή και εσύ να συνεχίζεις. Και όταν είσαι νέος αισθάνεσαι τυχερός που φεύγουν αυτοί και όχι εσύ. Όταν μεγαλώσεις όμως τι γίνεται?

Συχνά μου λεει ότι κουράστηκε. Δεν έχει νόημα να ζει άλλο. Δεν μπορώ γιαβρί μου, μου λεει. Είναι πολλά τα χρόνια. Και πια δεν μπορώ να κάνω και πολλά. Απλά κάθομαι και δεν κάνω τίποτα. Ξέρω όμως ότι κάθε απόγευμα πηγαίνει με το μπαστουνάκι της σιγά σιγά, και μετράει την πίεση. Αχ, είναι γλυκιά η ζωή. Ακόμα και στα 90φεύγα είναι γλυκιά. Ή μήπως είναι ο φόβος του θανάτου? Αυτή η ανησυχία για το άγνωστο. Ότι δηλαδή θέλεις μεν να φύγεις αλλά δεν ξέρεις που θα πας και αυτό σε τρομάζει και σε κάνει να αναβάλλεις την αναχώρηση σου.

Τους έχει θάψει όλους αυτή η γυναίκα. Έχει θάψει τουλάχιστον έναν από κάθε πιθανή συγγένεια. Αδέρφια, γονείς, άντρα, παιδιά κ.ο.κ. Και σκέφτομαι ότι κάθε έναν που έχει χάσει είναι για αυτή –πέρα απόλα τα άλλα- μια απώλεια συντροφιάς. Σιγά σιγά μειώνονται οι συντροφιές της, οι παρέες της. Και ξέρεις, όταν ο άνθρωπος μεγαλώσει πολύ δεν είναι εύκολο να κάνει καινούριες συντροφιές και παρέες. Ακόμα και αν κάνει όμως δεν είναι εύκολο να συνδεθεί πολύ μαζί τους. Και πάλι όμως ακόμα και αν καταφέρει να συνδεθεί με καινούριους, το πιο πιθανό είναι να πεθάνουν και αυτοί μιας και θα είναι μεγάλοι. Όπως και να το πάρεις τελικά δεν βγαίνει.

Και βρέθηκα εχτές πάλι σε μια κηδεία, και λεω στο διπλανό μου

-στη γιαγιά το είπατε?

-ναι της το είπαμε

-γιατί ρε συ??? Δεν υπάρχεις λόγος να στεναχωριέται......αφού ούτως η άλλως δεν θα το καταλάβαινε.

-δεν γίνεται ρε αυτό το πράγμα...

-τι εννοείς????

-δεν γίνεται να της τα κρύβουμε αυτά, της έχουμε κρύψει κάποιους θανάτους, δεν γίνεται να της τους κρύψουμε όλους

-γιατί?????

-γιατί στο τέλος θα αναρωτιέται που πήγαν όλοι. Θα μαζευόμαστε σε γιορτές και θα λείπουν οι μισοί. Τι διάολο θα της λέμε. Ότι όλοι λείπουν σε δουλειές και σε διακοπές!!!! Δεν γίνεται....θα το καταλάβει στο τέλος

σε διακοπές διαρκείας σκέφτηκα εγώ και μου έφυγε ένα μικρό γέλιο. Γρήγορα όμως το έπνιξα γιατί ο παπάς έψελνε τα τελευταία λόγια. Είχε αρχίσει η επιβίβαση.....

A Day in the Life

Επί μια βδομάδα προσπαθώ να πάρω ένα κωλόχαρτο από το ΙΚΑ αλλά κάθε μέρα έχει πολύ κόσμο και το αφήνω κάθε φορά για την επόμενη μέρα. Έχει έρθει όμως Παρασκευή και πρέπει να το πάρω. Δεν χωράει άλλη αναβολή. Μπαίνω στις 8 και κάτι αποφασισμένος. Παίρνω χαρτάκι με το νούμερο 104. εκείνη τη στιγμή εξυπηρετούν το 28. σκατά, θα αφήσω τα κοκάλα μου εδώ μέσα.

Γενικά δεν την αντέχω την αναμονή. Παντός τύπου αναμονή. Είμαι ανυπόμονος και πολλές φορές υπερενθουσιώδης. Θέλω να τελειώνουν γρήγορα τα πράγματα που περιμένω. Αφού σκέφτομαι ότι αν ποτέ βρεθώ σε μαιευτήριο περιμένοντας τη γυναίκα μου να γεννήσει δεν θα κρατηθώ. Θα μπω μέσα και θα το ξεγεννήσω μόνος μου με τα χέρια μου μπροστά στα έκπληκτα μάτια του γιατρού, της συζύγου και όλων των παρισταμένων. Θα το τραβάω το κακόμοιρο και θα του φωνάζω: βγες παιδάκι μου να τελειώνουμε, με έσκασες και εμένα και την μάνα σου. Και κάπως έτσι άγαρμπα θα στιγματιστεί η σταδιοδρομία μου σαν πατέρας.

Τέλωσπάντων, για το ΙΚΑ έλεγα, ας μην ξεφεύγω. Όλοι έχετε πάει σε δημόσιες υπηρεσίες και έχετε εικόνα του τι επικρατεί. Όχι, όχι δεν θα λαϊκίσω γράφοντας για τη χώρα ζούμε και τα λοιπά κλισέ. Λυπάμαι αλλά δεν γράφω τέτοια. Θα σας μιλήσω για την τρομερή εμπειρία που έζησα εκεί.

Εικόνα: 3 γκισέ στη σειρά, γυναίκα, άντρας, γυναίκα., ένας μικρός διάδρομος μπροστά απο τους γκισέδες (υπάρχει τέτοια λέξη?) και πιο πίσω 6-7 σειρές με καρέκλες γεμάτες κόσμο που κάθεται και μοιάζουν όλοι να βλέπουν σινεμά μιας και όλοι κοιτάνε τους υπαλλήλους. Θέλω να τους ρωτήσω αν είναι καλό το έργο αλλά δεν το κάνω. Δεν έχω κέφια. Σκέφτομαι ότι θα περιμένω και ζοχαδιάζομαι. Ύστερα από λίγο θα επικρίνω αυστηρά τον εαυτό μου που είναι τόσο ανυπόμονος ελληνάρας και θα κάτσω ήσυχα, ήσυχα στη θεσούλα μου χωρίς να διαμαρτύρομαι. Τα νούμερα περνάνε με την ίδια συχνότητα που μιλάνε στις ταινίες του Tarkowski. Αργά, απελπιστικά αργά. Ένας γνωστός μου μπαίνει μέσα. Γυρνάω να μην με δει. Δεν θα αντέξω και αναμονή και κουβεντούλα με έναν άνθρωπο που δεν έχουμε τι να πούμε. Τι μαλακία και αυτή με τους γνωστούς που ενώ δεν τους ξέρεις ιδιαίτερα, πρέπει άμα βρεθείτε κάπου από κοινού να αρχίζεις να μιλάς λέγοντας ότι μαλακία σου κατέβει στο κεφάλι. Δυστυχώς είμαι άτυχος. Με βλέπει και έρχεται ενθουσιασμένος να μου μιλήσει. Όπως σηκώνομαι για να τον χαιρετήσω σκέφτομαι ότι τελικά δεν υπάρχει θεός για αυτό και δεν με βοηθάει κανένας. Αμέσως τον ρωτάω τι ήρθε να κάνει και για καλή μου τύχη έχει έρθει για άλλο λόγο. Δεν θα χρειαστεί να περιμένει στην ουρά μου. Αυτό που θέλει θα του πάρει μόνο 10 λεπτά. Ενθουσιάζομαι που θα φύγει και δεν θα κατσικωθεί δίπλα μου αλλά τα παίρνω και στο κρανίο που αυτός θα κάνει μόνο 10 λεπτά και εγώ 4 ώρες.

Η σύνθεση του κόσμου τριγύρω μου είναι κατά 50% ξένοι και κατά 50% γέροι. Από τους γέρους ένα 20% είναι γαμάτοι και ένα 80% είναι για κλωτσιές. Ξέρεις οι παππούδες και γιαγιάδες που ανακατεύονται παντού, κοιτάνε αδιάκριτα, μιλάνε σε όποιον τους καπνίσει και απλώς κάνουν βαβούρα. Το 20% είναι παπούδες και γιαγιάδες που ταξιδεύουν στον κόσμο τους, έχουν ένα ποσοστό (μικρό ή μεγάλο) αλτσχάιμερ, κινούνται με αργές κινήσεις και πετάνε ασυνάρτητες ατάκες. Αυτούς τους λατρεύω. Με κάθε ευκαιρία τους μιλάω και κρέμομαι από το στόμα τους μήπως και μέσα στην γενική σύγχυση τους μου πούνε κάποια σοφία.

Βγάζω τον καπνό να στρίψω ένα τσιγάρο. Δίπλα μου μια γιαγιά (από τις γαμάτες) με κοιτάζει που στρίβω.

-αυτό δεν έχει νικοτίνη???

-απ’όλα έχει. Και νικοτίνη και πίσσα. Κομπλέ είναι.

Γελάει λίγο και μου λεει: χαριτωμένα τα λες εσύ.

Της χαμογελάω και προσπαθώ να βρω γρήγορα ένα κομπλιμέντο για να της ανταποδώσω. Σκατά δεν βρίσκω τίποτα. Και ξέρεις σε αυτές τις ηλικίες τα κομπλιμέντα έχουν τρομερή σημασία. Δεν τους τα κάνουν συχνά και όποτε τύχει και τους πουν κάτι καλό εκστασιάζονται. Σκέφτομαι ότι πρέπει να συνεχίσω την κουβέντα μήπως και βρεθεί κάτι από εκεί. Χρειάζομαι πληροφορίες.

-εσείς τι περιμένετε?

-κάτι χαρτιά.......κάποιο λάθος έχουν κάνει, είναι κάτι.......να δεις............

δράμα, δεν ξέρει καν γιατί περιμένει. Απλά θα περιμένει μερικές ώρες εκεί για να της πει ο υπάλληλος ότι τσάμπα καθόταν τόσες ώρες. Και είναι πολύ πιθανόν να ξαναπάει ύστερα από 2 μέρες επειδή θα έχει ξεχάσει να ρωτήσει κάτι. Είναι πολύ γλυκιά όμως και θα σκάσω να δεν της πω κάτι να χαρεί.

-στις ομορφιές σας είστε σήμερα... (μπράβο μαλάκα, λες και την βλέπεις κάθε μέρα....χειρότερη ατάκα δεν θα μπορούσα να πω)

παρόλα αυτά η γιαγιά γυρνάει και με κοιτάζει έκπληκτη. Ρίχνει ένα πνιχτό γέλιο και μου λεει ενθουσιασμένη: σας ευχαριστώ!!!!

Τέλεια, τα κατάφερα. Έχω ηρεμήσει πια. Πιο δίπλα ένας τύπος με κοιτάζει με απορία. Σίγουρα σκέφτεται ότι κάτι περίεργο τρέχει με εμένα και τη γιαγιά και του φαίνεται ανεξήγητο. Θέλω να πάω να του πιάσω το κεφάλι, να τον χαστουκίσω και να του πω: σύνελθε μωρέ, να την ανεβάσω θέλω, όχι να την πηδήξω. Δεν θα το κάνω όμως και θα τον αφήσω να αναρωτιέται αν όντως υπάρχουν τόσο ανώμαλοι άνθρωποι. Αυτή είναι η τιμωρία του που σκέφτεται τέτοια αίσχη.

Πιο δίπλα κάθεται ο μικρός Τάκης με τον μπαμπά του, έναν μαμούχαλο 35αρη που είναι σίγουρα (αυταπόδεικτα) πατέρας του Τάκη μιας και οι δύο έχουν το ίδιο ηλίθιο βλέμμα. Ο Τάκης είναι γύρω στα 5 και κρατάει ένα batman στα χέρια του. Ο Batman είναι εντυπωσιακός γιατί η μπέρτα του είναι υφασμάτινη και όχι πλαστική. Οπότε, όταν τον κουνάει στον αέρα ο Τάκης, αυτή ανεμίζει. Τον Τάκη θα τον μισήσω σε λίγο αλλά δεν το ξέρω. Ούτε εγώ ούτε αυτός.

Πιο δίπλα κόβει βόλτες ο μικρός Ινιότσκι. Φυσικά ο Ινιότσκι είναι ξένος και περιμένει μαζί με τους γονείς του που είναι 2 νέα γλυκά παιδιά που έχουν αγχωθεί με τον Ινιότσκι ο οποίος τρέχει δεξιά αριστερά και μιλάει στους πάντες. Νιώθουν ότι ενοχλεί τον κόσμο ο μικρός, και κάθε λίγο τον φωνάζουν κοντά τους. Προσπαθούν διακριτικά να τον πείσουν να κάτσει φρόνιμα χωρίς όμως να είναι αυστηροί. Ο Ινιότσκι όμως έχει σταμπάρει μια μικρούλα και προσπαθεί να την πλευρίσει. Ο Ινιότσκι πρέπει να είναι γύρω στα 4 και αυτή γύρω στα 3. κοιτώντας αυτή την πρώτη απόπειρα φλερτ καταλαβαίνει κανείς γιατί οι περισσότεροι άνδρες είναι καταδικασμένοι να αποτυγχάνουν στο φλερτ για μια ζωή. Ο μικρός Ινιότσκι δεν το κατέχει το άθλημα. Χοροπηδάει σαν μαϊμού προσπαθώντας να εντυπωσιάσει τη μικρή η οποία είναι σαφώς πιο σοβαρή από αυτόν και προσπαθεί να καταλάβει γιατί ο Ινιότσκι εξευτελίζεται τόση ώρα μπροστά της. Αφού είναι και οι 2 πολύ μικροί για να κάνουν σεξ. Τι χτυπιέται σαν τρελός? Παρόλα αυτά η μικρή θα του χαμογελάσει και θα συνεχίσει να τον περιεργάζεται εντυπώνοντας στον μυαλό της πράγματα που θα τα συναντήσει σίγουρα στο μέλλον αλλά με άλλη μορφή.

Ύστερα από λίγο ο μικρός Τάκης θα πλησιάσει με τον μαμούχαλο μπαμπά του το ταμείο και εκεί θα συναντηθούν με τον Ινιότσκι. Ο Ινιότσκι θα δει τον batman και θα γουρλώσει τα μάτια. Είναι εκστασιασμένος. Απλώνει το χέρι του να αγγίξει τον batman αλλά ο Τάκης τον απομακρύνει. Ο Ινιότσκι πεθαίνει για να παίξει με τον batman. Και ο Τάκης θα το εκμεταλλευτεί αυτό. Θα βγάλει τον πραγματικό του εαυτό. Θα αποδείξει ότι είναι ενα μικρό σαδιστικό τσογλάνι. Για την επόμενη ώρα το σκηνικό έχει ως εξής: Ο Τάκης (που είναι πιο ψηλός από τον Ινιότσκι) κρατάει με το ένα χέρι ψηλά τον batman και προκαλεί τον Ινιότσκι να το πιάσει. Αλλά ο κακομοίρης ο Ινιότσκι είναι κοντός. Κάνει δυο προσπάθειες αλλά δεν τα καταφέρνει. Γυρνάει και κοιτάει τη μαμά του που κοιτάζει αμέτοχη. Ξαναπροσπαθεί αλλά και πάλι δεν το φτάνει. Γυρνάει πάλι στη μαμά του και βάζει τα κλάματα. Η μαμά του τον παίρνει μια τρυφερή αγκαλιά αλλά ο μικρός είναι απαρηγόρητος. Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά ο μικρός Τάκης πλησιάζει λίγο και του κουνάει τον batman επιδεικτικά. Ο Ινιότσκι κλαιει ασταμάτητα. Έχω γίνει έξω φρενών. Είμαι έτοιμος να αρπάξω τον Batman και να τον πετάξω από το παράθυρο και μετά να αρχίσω να κοροϊδεύω τον μικρό σαδιστή. Αλλά ο μαμούχαλος μπαμπάς είναι ένα ντερέκι με κάτι τεράστια χέρια και πλάτες. Κοιτάζω το κράνος μου, αν τον χτυπήσω με αυτό θα κερδίσω χρόνο. Έχω παθιαστεί. Είμαι έτοιμος να κάνω ένα ΙΚΑ πουτάνα. Είμαι τρελός σκέφτομαι και ηρεμώ. Επανακτώ την ψυχραιμία μου και εγκαταλείπω τα σχέδια δράσης. Και σαν από μηχανής θεός κάνει την εμφάνιση στο σκηνικό ο διπλανός μου. Βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό πλαστικό μπρελόκ που έχει και φακό επάνω. Το δίνει στον Ινιότσκι. Ο Ινιότσκι δεν κλαιει πια. Με το που ανακαλύπτει το φακό ενθουσιάζεται. Ο καριόλης Τάκης γουρλώνει τα μάτια. Κουνάει τον batman όπως κουνάμε στις ταβέρνες το ψάρι στις γάτες. Αλλά ο Ινιότσκι δεν μασάει πια. Όλοι γύρω παριστάνουμε τους ενθουσιώδεις με το καινούριο παιχνίδι του Ινιότσκι. Ύστερα από λίγο ο μαμούχαλος τελειώνει από το γκισέ και παίρνει το μαλακιστίρι του και φεύγει. Ο Ινιότσκι είναι και πάλι ο βασιλιάς του χώρου και αυτή τη φορά έχει την αποδοχή όλων. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για τον Ινιότσκι. Με μια κίνηση επιστρέφει το μπρελόκ στον διπλανό μου και του λεει ευχαριστώ. Όχι μάτια μου, του λεει ο διπλανός μου. Κράτα το. Για σένα είναι. Δώρο.

Είμαι επίσημα συγκινημένος με τον διπλανό μου. Του πιάνω την κουβέντα. Μου λεει ότι είναι από την Β. Ήπειρο. Μου το τονίζει. Δεν ξέρει όμως ότι δεν με νοιάζει αν είναι βορειοηπειρώτης ή Αλβανός. Δεν με ενδιαφέρει. Δεν αλλάζει κάτι. Είναι πολύ άσχημα ντυμένος. Φοράει σχεδόν κουρέλια. Του κάνω ερωτήσεις. Μικρές ερωτήσεις και αυτός μου απαντάει αναλυτικά. Πουλάει τσάντες στις λαικές. Είναι 17 χρόνια στην Ελλάδα. Καταιγισμός πληροφοριών. Έχει μια ευγένεια στα μάτια του. Περιμένει ώρες αλλά δεν γκρινιάζει. Αγχώνεται μόνο αν θα προλάβει να πάει στο υπουργείο μετά για να βγάλει άλλα χαρτιά από εκεί. Μου μιλούσε ώρα. Και τον άκουγα προσεκτικά. Ήταν ιδρωμένος και μύριζε αλλά δεν με πείραζε. Ύστερα από λίγο την συνήθισα την μυρωδιά και απλώς τον άκουγα. Και ο χαρτογιακάς (ευχαριστώ για τη λέξη,.... ξέρεις εσύ) απέναντι που με κοίταζε απορημένος να κάνω κομπλιμέντα στη γιαγιά με κοιτούσε με ακόμα μεγαλύτερη απορία. Πάλι ανίκανος να καταλάβει τι σημαντικό πράγμα μπορεί να έλεγε αυτός ο κακοντυμένος τύπος σε εμένα για να τον ακούω εγώ με τόση προσήλωση. Για τη ζωή του μου έλεγε μαλάκα, για τη ζωή του..........