Σάββατο, Ιουνίου 17, 2006

O Ανθρωπος Βολίδα

Κάποτε δούλευα σε τσίρκο. Είχα ένα εξαιρετικό νούμερο. Έβγαινα όρθιος πάνω σε ένα ελέφαντα και έκανα τον κύκλο της αρένας. Ο κόσμος με λάτρευε και με χειροκροτούσε αφηνιασμένος. Εγώ καθόμουνα λαμπάδα και απολάμβανα τον θαυμασμό τους. Τι και αν είχαμε ακροβάτες, θηριοδαμαστές, κλόουν. Ο κόσμος εμένα περίμενε να δει. Και καταλαβαίνεις και εσύ ότι οι υπόλοιποι με ζηλεύανε. Λογικό είναι άλλωστε. Τους έπαιρνα όλοι τη δόξα.

Ο καλύτερος φίλος μου ήταν η αρκούδα. Περνούσαμε πολλές ώρες μαζί και την τάιζα συχνά ψάρια και καμιά φορά μέλι. Η αρκούδα που λες μου είχε μεγάλη αδυναμία. Και επειδή ήταν σοφή με είχε προειδοποιήσει για τους άλλους που με φθονούσαν. Αλλά εγώ ήμουνα αθώος και δεν πίστευα στην ζήλεια και την κακία. Όλοι καλοί μου φαίνονταν εμένα. Και μια μέρα οι επιτήδειοι με φωνάξανε στο κεντρικό τροχόσπιτο και μου ανακοίνωσαν ότι θα μου αλλάξουν το νούμερο.

Το καινούριο νούμερο μου είπαν ότι θα με απογείωνε. Και εγώ τους πίστεψα. Και αυτοί αλήθεια λέγανε. Δεν μου είπανε ψέματα. Απλά εγώ το κατάλαβα μεταφορικά. Από εδώ και στο εξής θα γινόμουνα ο άνθρωπος βολίδα. Μου είπαν ότι δεν χρειάζονταν πρόβες. Θα το έκανα κατευθείαν στην παράσταση. Η αγωνία μου είχε εκτοξευτεί στα ύψη. Αδημονούσα να μάθω το καινούριο μου νούμερο και να δω την ανταπόκριση του κόσμου.

Ώσπου έφτασε εκείνη η τιμημένη (όπως λεει και η Μ.) μέρα. Κόσμος παντού εκείνη την ημέρα στο τσίρκο. Ο ψηλός ακροβάτης με φωνάζει να πάω μαζί του. Μου δίνει ένα παλιό κόκκινο κράνος που είχε ένα αστέρι πάνω του και μου λεει να το φορέσω. Είμαι ενθουσιασμένος με το κράνος μου. Μου δίνει και μια μπλέ στολή. Τη φοράω και μου είναι κολλητή.

-δεν έχεις κανά δυο νούμερα πιο μεγάλη?? Αυτή μου είναι πολύ κολλητή

-έτσι πρέπει, είναι αεροδυναμική, για να μην χάνεις ταχύτητα

-δηλαδή Σιμόν, θα πηγαίνω πολύ γρήγορα ???

-μα φυσικά!!! Αφού θα είσαι ο άνθρωπος βολίδα....σαν βολίδα θα πηγαίνεις

-....σαν βολίδα!!!!!......(επαναλαμβάνω και εγώ ενθουσιασμένα)

Μετά μου δείχνει ένα κανόνι και μου λεει να μπω εκεί μέσα. Τον υπακούω τυφλά και μπαίνω στο κανόνι. Είναι πάρα πολύ στενά. Έχω σφηνώσει σχεδόν. Κάθομαι και σκέφτομαι πώς θα τα καταφέρω να βγω από εκεί μέσα έτσι άσχημα που σφήνωσα. Ύστερα από λίγο θα μου λυνόταν αυτή η απορία.

Νιώθω το κανόνι να κινείται και τον κόσμο να φωνάζει. Ο παρουσιαστής με φωνάζει με το καινούριο μου όνομα: Ο Άνθρωπος Βολίδα. Χαμογελάω ευχαριστημένος που ακούω τον κόσμο να ζητωκραυγάζει. Ξαφνικά αρχίζει να κάνει ζέστη στο κανόνι. Όσο περνάει η ώρα αρχίζω να ζεσταίνομαι.. φωνάζω στους άλλους:

-παιδιά, παιδιά, έχει πολύ ζέστη εδώ μέσα, κάντε κάτι

-περίμενε λίγο, σε λίγο δεν θα νιώθεις τίποτα

-οκ, οκ, περιμένω

δευτερόλεπτα αργότερα ακούω ένα μπαμ. Και νιώθω να ξεκολλάω από το κανόνι και πετάγομαι προς τα έξω. Βλέπω τον κόσμο από ψηλά να με χαιρετάει. Είναι υπέροχα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί απομακρύνονται συνέχεια.

Τότε καταλαβαίνω ότι δεν απομακρύνονται αυτοί αλλά εγώ. Το κεφάλι μου σκίζει την τέντα του τσίρκου και εγώ συνεχίζω την τρελή πορεία μου στον ουρανό.

Έχει αρχίσει να κάνει κρύο. Δίκιο είχαν τα παιδιά που μου λέγανε να περιμένω λίγο και θα δροσίσει. Η ανοδική μου πορεία συνεχίζεται και πια βλέπω μόνο κουκίδες όταν κοιτάζω προς τα κάτω. Περνάω μέσα από σύννεφα και επειδή αυτά μου γαργαλάνε τη μύτη αρχίζω και φταρνίζομαι. Φταρνίζομαι ασταμάτητα και αυτό μου μειώνει την ταχύτητα αλλά παρόλα αυτά συνεχίζω. Εγώ ανεβαίνω και δίπλα μου πέφτουν αστέρια. Προσπαθώ να πιάσω ένα αλλά δεν τα καταφέρνω. Μπροστά μου το φεγγάρι πλησιάζει όλο και πιο πολύ προς τα μένα. Αλλά ξαφνικά σταματάω. Στέκομαι για λίγα δευτερόλεπτα και ξαφνικά κάτι με τραβάει απότομα προς τα κάτω. Να δεις πως το λένε αυτό. Αααα βαρύτητα το λένε.

Όσο πέφτω τόσο αυξάνεται η ταχύτητα μου. Έχω αρχίσει να φοβάμαι. Τα φοβάμαι τα ύψη εγώ. Αρχίζω να φταρνίζομαι επίτηδες μήπως και μειώθεί η ταχύτητα μου αλλά αντιθέτως επιταχύνω. Απελπισία. Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διακόψει την ένωση μου με το έδαφος. Θυμάμαι που φοβόμουνα τα ψηλά μπαλκόνια. Και δεν είμαι σίγουρος αν φοβόμουνα ότι μπορεί να καταρρεύσουν και να με ρίξουν ή αν φοβόμουνα τον εαυτό μου μήπως πηδήξει. Μάλλον αυτές τώρα είναι οι τελευταίες μου στιγμές αλλά δεν περνάει η ζωή μου μπροστά από τα μάτια μου. Σκατά, ψέματα έλεγε η διαφήμιση του Johnnie Walker. Προτιμώ αυτή που έλεγε keep walking. Τουλάχιστον θα περπατούσα δεν θα έπεφτα σαν κομήτης. Προσπαθώ να σκεφτώ θετικά και σκέφτομαι ότι δεν πέφτω. Απλώς πετάω. Ναι ναι. Αυτό είναι πετάω. Είναι τέλεια να πετάς, αλλά παρόλα αυτά το έδαφος πλησιάζει επικίνδυνα. Είμαι πια πολύ κοντά. Αέρας φυσάει και με πηγαίνει δεξιά αριστερά. Ξαφνικά βλέπω μια φιγούρα στο έδαφος να κινείται και αυτή δεξιά αριστερά – όπως και εγώ-. Νομίζω ότι είναι η σκιά μου αλλά σκέφτομαι ότι αυτό δεν γίνεται γιατί είναι βράδυ. Είμαι πια πολύ κοντά στο έδαφος και τώρα βλέπω καθαρά κάτω. Η φιγούρα δεν είναι ανθρώπινη. Είναι η φίλη μου η αρκούδα που τρέχει πανικόβλητη να δει που θα πέσω για να με πιάσει. Και είναι πολύ αστεία αυτή τη στιγμή γιατί τρέχει όπως και ο Βέγγος. με το κεφάλι προς τα κάτω και τα χέρια της να κουνιούνται ατσούμπαλα πάνω κάτω. Είμαι πολύ χαρούμενος που βλέπω την αρκούδα ξανά. Ειδικά τώρα που φοβάμαι. Κλείνω τα μάτια και αφήνομαι.

Όταν τα ανοίγω είμαι ακόμα στον αέρα αλλά ακίνητος. Κοιτάζω κάτω και βλέπω την αρκούδα πεσμένη στο έδαφος να με κρατάει με τα χέρια της τεντωμένα. Κάθομαι όπως κάθονται τα μωρά που τους κάνουν αεροπλανάκι οι γονείς. Ξαφνικά ακούω παλαμάκια. Η Μ. χειροκροτάει ενθουσιασμένη και φωνάζει: ξανά ξανά!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: